Αύγουστος Βινσόν (Αuguste Vinchon) – Η σφαγή της Σαμοθράκη, 1827 – Μουσείο του Λούβρου

Τὸ κείμενο δημοσιεύθηκε στὸ Le Figaro Histoire, τεῦχος Ὀκτωβρίου-Νοεμβρίου 2021, μὲ ἀφιέρωμα στὸ 1821.

Μετάφραση:  Μαρία Κορνάρου

— // —

Ὅταν ξέσπασε ἡ ἑλληνικὴ ἐξέγερση, τὴν ἄνοιξη τοῦ 1821, οἱ Εὐρωπαῖοι κινητοποιήθηκαν γιὰ τοὺς κληρονόμους τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας καὶ τοὺς θεμελιωτὲς τοῦ πολιτισμοῦ τους. Ἀνακάλυψαν στὴ θέση τους μία ἐντελῶς διαφορετικὴ πραγματικότητα.

Εἶναι δύσκολο σήμερα νὰ φανταστεῖ κανεὶς τὸ ἔντονο συναίσθημα ποὺ ξύπνησε ὁ ἑλληνικὸς πόλεμος τῆς ἀνεξαρτησίας σ’ὅλη τὴ Δύση τὴ δεκαετία τοῦ 1820. Ἡ λάμψη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἔχει ξεθωριάσει πιὰ ἐδῶ καὶ καιρό. Δὲν παραμένει παρὰ μόνο στὴν συλλογικὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὸ 1824, τοῦ Βύρωνα στὸ Μεσολόγγι, σὲ μερικοὺς σχετικοὺς πίνακες τοῦ Ντελακρουά, ἀλλιῶς καὶ κάποιες τοῦ Οὐγκώ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὅμως, μακρᾶν τοῦ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ σὰν μία μακρινὴ ὑπόθεση ἀνάμεσα σὲ Ἕλληνες καὶ Τούρκους, αὐτὴ ἡ διαμάχη πῆρε πρώτη θέση ἀνάμεσα στὶς ὑποθέσεις ποὺ ἀπασχολοῦσαν τὴ δυτικὴ κοινὴ γνώμη. Τόσο πέρα ἀπ’τὸν Ἀτλαντικό ἐξ ἄλλου ὅσο καὶ στὴν ἴδια τὴν Εὐρώπη. Ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1821, ὅταν μαθεύτηκαν τὰ νέα τῆς ἐξεγέρσεως, ξεπετάχτηκαν σ’ ὅλη τὴ Δύση πληθώρα φιλελληνικῶν ἐπιτροπῶν. Ἐπιθυμώντας νὰ δώσουν ἐξ ἀποστάσεως τὴν ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ στήριξή τους στοὺς ἐξεγερμένους, αὐτὲς οἱ ἑταιρεῖες ἔστελναν στὴν Ἑλλάδα ὅπλα, ἐθελοντές, τρόφιμα, ροῦχα, καὶνὅλα τὰ εἴδη πρώτης ἀνάγκης. Ἔτσι ἄνθισε μία γιγαντιαία φιλανθρωπικὴ προσπάθεια, πέρα ἀπὸ ἔθνη καὶ κοινωνικὲς ὁμάδες. Τὸ κέντρο ἐφορμήσεώς της μετετέθη τρεῖς φορές,ἀπὸ τὴν Γερμανία καὶ τὴν Ἐλβετία στὴν ἀρχή, στὸ Λονδίνο τὸ 1823, ἀργότερα στὸ Παρίσι τὸ 1825, ὅπου συντονιζόταν τὸ σύνολο τῶν ὕστατων προσπαθειῶν τῶν Εὐρωπαίων. Πράγματι, γιὰ τὴν στήριξη τῶν Ἑλλήνων διοργανώνονταν quete, συναυλίες, ἐκθέσεις, χοροί, φιλανθρωπικὰ παζάρια. Φιλελλληνικὰ ἀντικείμενα (βαζάκια, ζωγραφιές, ἀρώματα…) ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους. Μέχρι καὶ ἡ μόδα υἱοθέτησε αὐτὴ τὴν τάση. Γαλανόλευκα φουλάρια, ἔπειτα γκρίζα παντελόνια σὲ στὺλ Μεσολογγίου, ἔκαναν νὰ ξεχωρίζουν οἱ κομψοί τῆς ἐποχῆς.

Γιατὶ ἕνας ἐνθουσιασμὸς τόσο αὐθόρμητος, τόσο διαδεδομένος, γιὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, ἂν καί, γιὰ μεγάλη λύπη τοῦ Βολταίρου, ἡ ἑλληνικὴ ἐξέγερση τοῦ 1770 δὲν εἶχε προκαλέσει στὴν ἐποχή της παρὰ τὴν ἀδιαφορία;

Λίκνο τῆς Δύσεως

Ἂν συγκλονίστηκε τόσο ἡ Εὑρώπη καὶ ἡ Ἀμερική, αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ πρώτα ἀπ’ὅλα ἡ Ἑλλάδα δὲν ἦταν μία χώρα σὰν ὅλες τὶς ἄλλες. Ἦταν ἡ μητέρα γῆ, ὁ τόπος καταγωγῆς, τὸ λίκνο τῆς Δύσεως. Ἦταν ἕνας τόπος κοινῶν σὲ ὅλους ἀναμνήσεων, παρὰ τὶς ἐθνικὲς διαφορές. Ἀρκετὲς δεκαετίες νεοκλασσικῆς αἰσθητικῆς, ὑπὸ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Γιόχανν Ἰωακεὶμ Βινκελμανν, εἶχαν διαχύσει παντοῦ τὸ ἰδεῶδες τῆς ἑλληνικῆς ὀμορφιᾶς καὶ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῶν φιλελληνικῶν προτάσεων. Προκαλώντας μία νέα ἀνακάλυψη τῆς ἑλληνικῆς γλυπτικῆς, ὁ γερμανὸς σοφὸς εἶχε κάνει ξαφνικὰ νὰ θεωροῦνται οἱ ρωμαῖοι καλλιτέχνες ὡς ὠχροὶ μιμητές της. «Τὸ καλὸ γοῦστο, ἔλεγε, γεννήθηκε κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ τῆς Ἑλλάδας.» Αὐτὴ τὴν ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος, συμπτωματικῶς στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 18ου αἰώνα, μαρτυρεῖ ἡ ἀνάπτυξη ἐρωτημάτων γιὰ τὴν ἀρχαιότητα (δὲν μιλοῦμε ἀκόμη γιὰ ἀρχαιολογία). Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὶς πλούσιες συλλογὲς τοῦ κόμη ντὲ Καηλοῦ, τὸ γραφικὸ ταξίδι τοῦ κόμη ντὲ Σουαζὲ-Γκουφφιέ, ἤ, λίγο ἀργότερα, τὶς λεηλασίες τοῦ Λόρδου Ἔλγιν στὴν Ἀθήνα, ὁ ὁποῖος, ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὅτι θὰ τὰ προστατέψει ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἄρπαξε τὰ διαζώματα, τὶς μετῶπες, τὸ ἀέτωμα τοῦ Παρθενώνα γιὰ νὰ τὰ εἰσάγει στὸ Λονδῖνο –τὸ ὁποῖο πάντοτε ἀρνεῖται νὰ τὰ ἐπιστρέψει. Στὸ γύρισμα τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰώνα, βρίσκουμε ἕναν πραγματικὸ πόλεμο τῆς ἀρχαιολογίας ποὺ ἀπορροφοῦσε sur place Γάλλους, Βρεταννοὺς καὶ Γερμανούς. Ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἰδιοποιηθοῦν αὐτὰ τὰ πολύτιμα vestige γιὰ νὰ γεμίσουν μ’αὐτὰ τὰ νεόκοπα μουσεῖα τους.

Πολὺ σημαντικὴ ἐπίσης, εἶναι ἡ θέση τῶν Ἀρχαίων στὰ ἐκπαιδευτικὰ συστήματα. Οἱ Βίοι παράλληλοι τοῦ Πλούταρχου, ποὺ παρουσιάζουν ἕλληνες καὶ ρωμαίους ἥρωες, προσέφεραν στὴν νεότητα πρότυπα ἤθους. Μ’αὐτὸ τὸ ἔργο στὴν τσέπη τους ξεκινοῦσαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα οἱ φιλέλληνες ἐθελοντές.

Ἂς θυμηθοῦμε, μέσα σὲ αὐτὴ τὴ δυναμική, τὴ σημασία τῶν φαντασμάτων τῶν ἀρχαιολατρῶν φιλοσόφων τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῶν ἐπαναστατῶν γάλλων ποὺ ταυτίζονταν μὲ τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀναδομήσεως, συχνὰ πάντως παρμένο περισσότερο ἀπ’τὴν Σπάρτη παρὰ ἀπ’τὴν Ἀθήνα.

Ἡ ἄνθιση τοῦ φιλελληνισμοῦ προκλήθηκε πρώτα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔντονη παρουσία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας στὸ εὐρωπαϊκὸ φαντασιακὸ τῆς ἐποχῆς. Συνεπῶς ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα εἶχαν ἰσχυρὸ ἀντίκτυπο στὴν ἀνάγνωση τῶν γεγονότων. Πράγματι, ὅταν ἡ ἐξέγερση ξέσπασε, διαδόθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἡ Εὐρώπη εἶχε ἕνα τεράστιο χρέος ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα. Ἐπίσης ἡ βοήθεια σ’αὐτοὺς ποὺ θεωρούσαμε ὡς ἄμεσους ἀπογόνους τῶν Ἀρχαίων –ἂν καὶ κάποιοι μισέλληνες ἀμφισβητοῦσαν ἀυτὴ τὴν καταγωγὴ– παρουσιάστηκε ὡς ὑποχρέωση. Ἀντιλαμβανόμενοι μία σχέση ἀνταποδόσεως, οἱ Εὐρωπαῖοι θεώρησαν ὅτι ἔπρεπε νὰ δώσουν στοὺς Ἕλληνες αὐτὸ τὸ πολύτιμο ἀγαθὸ ποὺ οἱ πατέρες τους τοὺς εἶχαν κληροδοτήσει καὶ ποὺ εἶχε κάποια στιγμὴ ἐγκαταλείψει τὴν χώρα τους ποὺ βρισκόταν στὰ χέρια τῶν ἀπίστων: τὸν πολιτισμό. Κανεὶς καλύτερα ἀπ’τὸν Σέλλεϋ, στὸ προοίμιο τοῦ ποιήματός τοῦ Ἑλλὰς τὸ 1822, δὲν ἐκφράζει τὸ μέγεθος αὐτοῦ τοῦ χρέους: «Εἴμαστε ὅλοι Ἕλληνες. Οἱ νόμοι μας, τὰ γράμματά μας, ἡ θρησκεία μας, οἱ τέχνες μας ἔχουν ὅλες τις ρίζες τους στὴν Ἑλλάδα Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ Ἑλλάδα, δὲν θὰ μποροῦσαμε ἀκόμη νὰ εἴμαστε τίποτε παρὰ βάρβαροι καὶ εἰδωλολάτρες.»

Στὴν ἄνθιση τοῦ φιλελλληνικοῦ αἰσθήματος, τὸ χριστιανικὸ καὶ τὸ ἀρχαῖο συνεισέφεραν ἐξάλλου σχεδὸν τὸ ἴδιο. Γιατὶ δὲν ἦταν μόνο ὥρα γιὰ τὴν παλιγγενεσία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἐπίσης γιὰ τὸν νέο πόλεμο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴν Ἡμισέληνο. Πολλοί, ἔτσι, ἤθελαν νὰ ἀφανίσουν τὴν ρυπαρότητα μιᾶς μακραίωνης παρουσίας ἀπίστων σὲ ἐκείνη τὴν πατρογονικὴ καὶ ἱερὴ γῆ. Ἔτσι ὁ φιλελληνισμὸς προκάλεσε στὴν Εὐρώπη τὸ ξύπνημα τοῦ ἔντονου παλμοῦ τῆς σταυροφορίας, ἰδιαιτέρως παρακινητικοῦ. Καὶ ὁ Σατωμπριάν, στὸ διάσημο ἔργο του Σημείωμα γιὰ τὴν Ἑλλάδα τὸ 1825, γιὰ νὰ ὠθήσει σὲ δράση τὶς μεγάλες δυνάμεις, ποὺ ἀρχικὰ δύσπιστοῦσαν νὰ παρέμβουν: «Ἡ ἐποχή μας θὰ δεῖ τὶς ὁρδὲς τῶν βαρβάρων νὰ καταπνίγουν τὸν ἀναγεννώμενο πολιτισμὸ στὸν τάφο ἑνὸς λαοῦ ποὺ ἔφερε τὸν πολιτισμὸ στὴ γῆ; Ἡ χριστιανοσύνη θὰ ἀφήσει ἀτάραχη τοὺς Τούρκους νὰ σφάζουν χριστιανούς; Καὶ ἡ εὐρωπαϊκὴ νομιμότητα θὰ ἀνεχθεῖ, χωρὶς μ’αὐτὸ νὰ ἀτιμάζεται, νὰ δοθεῖ τὸ ἱερό της ὄνομα σὲ μία τυραννία ποὺ θὰ ἔκανε τὸν Τιβέριο νὰ ντρέπεται;»

Ἐπὶ τῆς οὐσίας, τὸ ἐνδιαφέρον μὲ τὸν φιλελληνισμὸ εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἀνακάτεψε τὴν τράπουλα στὶς τάσεις τῆς αἰσθητικῆς ὅπως καὶ στὸ πολιτικὸ παιχνίδι. Ἔτσι ἀποτέλεσε ἕνα πολιτισμικὸ ἴζημα ὑβριδικὸ καὶ ἀπίθανο, ποὺ ἀνακάτευε τὸν νεοκλασσικισμὸ μὲ τὸν ρομαντισμό. Στὸ μέτρο ποὺ ὁ ρομαντισμὸς τάραζε τὶς τάσεις καὶ τὴ νομοθεσία, αὐτὸς ὁ ἀναδυόμενος φιλελληνισμὸς ἐμπλουτιζόταν μὲ ἄλλες παραδόσεις, ἄλλες ἀναμνήσεις καὶ ἄλλα ἀντανακλαστικά. Λοιπόν, ἡ αἰσθητικὴ τοῦ Μεσαίωνα, ἡ εἰκόνα τῶν σταυροφοριῶν καὶ τὸ αὐξανόμενο θέλγητρο τῆς Ἀνατολῆς ἔθρεψαν καὶ ἐξῆψαν μὲ τὴ σειρά τους τὸ φιλελληνικὸ φαντασιακό, χωρὶς νὰ ἐξαφανίσουν ὅμως, ἐπιπλέον, τοὺς ἀρχαίους παράγοντες – ἡ κλήση τῆς Μεσογείου, ἡ τάση γιὰ τὰ ἐρείπεια, τὸ ἡρωικὸ πρότυπο τῆς ἀρχαιότητας. Τίποτα πιὸ συμπτωματικὸ ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση, τὸ 1823, τοῦ Βύρωνα γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἐκείνου ποὺ ἦταν «ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ρομαντισμοῦ», τὸ ἱερὸ εἰκόνισμα ὅλης τῆς νέας εὐρωπαϊκῆς γενιᾶς τῶν γραμμάτων.

Ἐπιστράτευση τῶν καρδιῶν

Στὸ πολιτικὸ πεδίο, μία παρόμοια ὑπέρβαση τῶν διαιρέσεων ἔλαβε χώρα. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεκαετίας τοῦ 1820, οἱ φιλελεύθεροι θέλησαν νὰ δοῦν στὴν ἑλληνικὴ ἐξέφερση τὴν τελευταῖα ἀχτίδα ἐλπίδας γιὰ ἕναν ἀγῶνα ποὺ εἶχε παντοῦ ἡττηθεῖ. Στὰ μάτια τους, ὁ πόλεμος τῶν Ἑλλήνων ἀποκάλυπτε στὴν πραγματικότητα τὴν μεγάλη πάλη τῆς Ἐλευθερίας ἐναντίον στὶς καταπιεστικὲς δυνάμεις τοῦ Παλαιοῦ Καθεστῶτος. Ἡ λέξη «ἐλευθερία» εἶχε τότε μία φόρτιση ἱερότητας ποὺ σήμερα ἔχει ξεχαστεῖ· ἤμασταν ἔτοιμοι νὰ πεθάνουμε γιὰ χάρη της. Ὑπῆρχε σ΄αὐτὸν τὸν πολιτικὸ φιλελευθερισμὸ ἕνα εἶδος θρησκευτικοῦ ὑποκαταστάτου. Καὶ εἶναι μ’αὐτὸ τὸ ἔνδυμα ποὺ παρουσιάστηκε ἀρχικὰ ὁ φιλελληνισμός. Οἱ συντηρητικὲς δυνάμεις, ἀπὸ τὴν πλευρά τους, παρέμεναν ὄχι ἐχθρικὲς πρὸς τὸν ἀγῶνα, ἀλλὰ ἀναποφάσιστες Γιὰ τὴν ἀντιδραστικὴ μερίδα τῆς Εὐρώπης, ἦταν δύσκολο νὰ στηρίξει τὸν ἀγῶνα τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ τουρκικοῦ Ἰσλάμ, ὅμως ὁ πρῶτος παρέμενε ἕνας μονάρχης ἀναγνωρισμένος ὡς νόμιμος καὶ συνεπῶς ἡ ἐπιβίωση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας θεωροῦνταν ὡς ἐγγύησηγιὰ τὴν γεωπολιτικὴ σταθερότητα ποὺ προέκυψε ἀπὸ  τὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης. Παρ’ ὅλα αὐτά, στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἡ τηρούμενη γραμμὴ ὡς πρὸς τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα θὰ ἦταν αὐτὴ τῆς προοδευτικῆς ὑπερβάσεως τῶν παραδοσιακῶν πολιτικῶν διαμαχῶν –ἕνας Λαφαγιὲτ καὶ ἕνας Μπονὰλντ μποροῦσαν νὰ εἶναι καὶ οἱ δύο ἔνθερμοι φιλέλληνες. Ἔτσι ὁ φιλελληνισμὸς θὰ κατέληγε νὰ γίνει ἕνα πολιτικὸ φαινόμενο κάποτε ὑπερβατικὸ καὶ πανευρωπαϊκό. Ἡ ὁρμὴ τῆς ἀλληλεγγύης τὸ παρέσυρε.

Στ’ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ τεράστια ἐπιστράτευση τῶν καρδιῶν δὲν ἦταν δυνατὴ παρὰ μόνο ἐπειδὴ ρίζωσε, περισσότερο κατὰ βάθος, σὲ μία νέα εὐαισθησία: ἡ αὐξανόμενη καταδίκη τῆς σφαγῆς ἀμάχων, κι ἂς γινόταν σὲ μακρινὴ χώρα. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἀπόηχος τοῦδιάσημου πίνακα τοῦ Ντελακρουᾶ γιὰ τὴ σφαγὴ τῆς Χίου ποὺ διέπραξαν οἱ Τούρκοι τὸ 1822. Αὐτὸ ποὺ ἐμφανίστηκε, στὴν καρδιὰ τούτης τῆς ρομαντικῆς Εὐρώπης, εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίου ἐξ ἀποστάσεως. Σηματοδοτοῦσε τὴν δυναμικὴ ἄνοδο τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Μὲ συνέπεια τὸν ἐπανακαθορισμὸ τοῦ ὁρίου τοῦ ἀπαραδέκτου στὸ ἐξωτερικό, θέτοντας τὸ λογικὸ ἐρώτημα τοῦ δικαιώματος στὴν ἐξέγερση. Εἶναι βασιζόμενοι σ’ αὐτὴν τὴν ἠθικὴ ἀγανάκτηση καὶ αὐτὸ τὸ μεταδοτικὸ συναίσθημα ποὺ οἱ δυτικὲς φιλελληνικὲς ἀπόψεις πίεσαν τὶς κυβερνήσεις. Τὶς ἀνάγκασαν τελικὰ νὰ παρέμβουν στὴ Μεσόγειο. Ἐνῶ, στὸ πλαίσιο τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, οἱ Ἕλληνες ἀναγκάζονταν σὲ ἀνησυχητικὴ ὀπισθοχώρηση ἀπέναντι στὶς συμπράττουσες τουρκικὲς καὶ αἰγυπτιακὲς δυνάμεις ἀπὸ τὸ 1825, οἱ γαλλικοί, ἀγγλικοὶ καὶ ρωσσικοὶ στόλοι, ἔχοντας φτάσει ἀρχικὰ γιὰ νὰ μεσολαβήσουν, κατέστρεψαν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἐπεισόδιο σχεδὸν τὸ σύνολο τῶν ἐχθρικῶν στόλων, τὴν 20η Ὀκτωβρίου 1827, στὴ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου. Ἔλαβε χώρα ἐκείνη τὴ μέρα ἡ τελευταῖα μεγάλη ναυμαχία μὲ ἰστιοφόρα. Ἔκτοτε, ἡ ἰσορροπία τῶν δυνάμεων ἀνεστράφη. Χάρη στὴν παρέμβαση τῶν δυνάμεων, ἡ ἑλληνικὴ νίκη ἦταν στὸ ἐξῆς βέβαιη. Οἱ Ρώσοι καὶ οἱ Γάλλοι παρενέβησαν στρατιωτικὰ στέλνοντας στρατεύματα καὶ βοήθησαν τὸ 1830 στὴν δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους-κράτους.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ ὑπερβολικὸς θαυμασμὸς τῆς Δύσης γιὰ τὸν ἀγῶνα τους ἦταν στὴν πραγματικότητα καρπὸς μιᾶς βαθιᾶς παρανοήσεως. Στὴν πραγματικότητα, στὴν Ἑλλάδα ἡ κατάσταση ἦταν πολὺ πιὸ περίπλοκη ἀπ’ὅτι ἤθελαν νὰ πιστεύουν ἐξ ἀποστάσεως οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς φιλελληνικῆς ἰδέας. Ἄν καί, ἀρχικά, ἡ ἐλπίδα μιᾶς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως εἶχε εἰσαχθεῖ ἀπὸ τὴν Φιλικὴ Ἑταιρεῖα, μία μυστικὴ ἑταιρεῖα ποὺ δημιουργήθηκε στὴν Ὀδησσὸ τὸ 1814, καὶ παρ’ὅλο ποὺ ἡ διασπορά, ζυμωμένη μὲ τὶς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ, κινητοποιήθηκε γιὰ νὰ ἐπιφέρει τὴ δημιουργία ἑνὸς σύγχρονου Ἔθνους-κράτους, ἡ ἐξέγερση ξέσπασε σὲ μία ἐντελῶς διαφορετικὴ Ἑλλάδα. Στὴν καρδιὰ τῆς Πελοποννήσου –τοῦ Μοριᾶ, ὅπως τὸν ἔλεγαν τότε–, μέσα σὲ μία λαϊκὴ καὶ ἐνθουσιώδη Ἑλλάδα, κληρονόμο τῆς πατρογονικῆς ἀντιστάσεως τῶν βουνίσιων κλεφτῶν. Σηκώνονταν γιὰ νὰ βάλουν τέλος σὲ τέσσερις αἰῶνες μουσουλμανικῆς κυριαρχίας, καὶ ἤθελαν πρώτα ἀπ’ὅλα νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς Τούρκους καὶ νὰ κάνουν ν’ἀναγεννηθεῖ τὸ αἰώνιο Βυζάντιο, κόσμημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἡ ὕπαρξη δύο διαφορετικῶν φιλοδοξιῶν γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας, οἱ ὁποῖες θὰ γίνονταν αἰτίες πολλῶν ἐμφύλιων πολέμων μέσα στὸν ἴδιο τὸν πόλεμο, καὶ θὰ κατάφερναν νὰ διαιωνιστοῦν καὶ μετὰ τὴ νίκη. Ἐνῶ οἱ εὐρωπαῖοι στήριζαν τὶς ἐλπίδες τους στὸν Μαυροκορδάτο, ἕναν πολιτικὸ ἄνδρα ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὴν Ἑταιρεῖα, πολύγλωσσο καὶ ἀσπαζόμενο τὰ ἰδεώδη τοῦ 1789, καὶ στὴν ἐμπορικὴ ἀστικὴ τάξη τῶν νησιῶν, αὐτοὶ ποὺ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἰσχυροὺς πολέμαρχους, ποὺ πρώτα ἀπ’ὅλα ἀνησυχοῦσαν νὰ ἐνισχύσουν τὴ δύναμή τους καὶ νὰ ἐξολοθρεύσουν τὸν ἐχθρό, καὶ ὄχι νὰ ἐκθέσουν τὴν Ἑλλάδα στὶς ξένες ἰδέες. Ἀνάμεσα στοὺς πιὸ γνωστούς, οἱ Μαυρομιχάληδες στὴ Μάνη, ὁ Κολοκοτρώνης στὸ Μοριᾶ, ἢ ἀκόμη ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος στὴν Ἀττική.

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι, ἂν καὶ ἡ μάχη τῶν φιλελληνικῶν ἰδεῶν στέφθηκε μὲ ἐπιτυχία μὲ τὴν ἀποφασιστικὴ παρέμβαση τῶν μεγάλων δυνάμεων, τὰ πράγματα πῆραν ἐντελῶς διαφορετικὴ τροπὴ στὴ μάχη τῶν ἐθελοντῶν ποὺ εἶχαν πάρει τὰ ὄπλα καὶ εἶχαν κινήσει γιὰ τὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Ὁ σχετικὰ μικρὸς ἀριθμός τους –περίπου 1200 ἄνδρες, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γερμανοί, γάλλοι, βρεταννοί, ἰταλοί καὶ πολωνοὶ– ἐπισκιάστηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Βύρωνα ἀνάμεσά τους καὶ τὴν μυθοποίηση ποὺ ὑπέστησαν. Ἀνάμεσά τους, βρίσκουμε πρωτίστως δύο κατηγορίες ἀνθρώπων. Πρώτα, ἕναν ἀριθμὸ παλαιῶν στρατιωτῶν, ἀπιστρατευμένων μετὰ τοὺς ναπολεοντείους πολέμους, ποὺ ἡ Εὐρώπη ἦταν γεμάτη ἀπὸ δαύτους. Δηλαδὴ εἶχε ἕναν πληθυσμὸ γεμάτο χαμένους στρατιῶτες, ἀνίκανους νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ζωὴ τοῦ πολίτη ποὺ τὴ θεωροῦσαν θλιβερὴ καὶ χωρὶς λάμψη. Ὁ πόλεμος, μὲ τὸν καιρό, εἶχε γίνει τὸ ἐπάγγελμά τους. Στὴν Ἑλλάδα, οἱ περισσότεροι πήγαιναν στὶς μάχες μὲ πολιτοφυλακές, ὅμως πολλοί, ὡστόσο, ἦταν μεταμφιεσμένοι μισθοφόροι. Δίπλα σ’αὐτοὺς τοὺς ἔμπειρους ἄνδρες, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν ἀπ’τὸν κύκλο τοῦ πολέμου, ἄλλοι, ἀντιθέτως, καίγονταν νὰ μποῦν σ’αὐτόν. Ἦταν μιὰ ὁλόκληρη γενιὰ διανοουμένων, αὐτὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ρομαντισμοῦ, ποὺ εἶχε μεγαλώσει μέσα στὸν θόρυβο τῶν μαχῶν καὶ τὶς ἔνδοξες κραυγές, καὶ ποὺ εἶχε παραμείνει, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Βιγνύ, «μέσα στὸν ἀπόηχο καὶ τὸ ὄνειρο τῶν μαχῶν». Ἤθελε, μετὰ τὴν ἀνία τῶν εἰρηνικῶν ἐτῶν, νὰ δοκιμάσει τὶς χαρὲς τῆς περιπέτειας καὶ ἑνὸς βαπτίσματος πυρός. Καὶ ὅλοι δικαιολογοῦσαν τὴν ἐμπλοκή τους ἀντλῶντας ἀπὸ κλασικὰ θέματα τοῦ φιλελληνισμοῦ: τὸ χρέος ἀπέναντι στοὺς Ἀρχαίους, ἡ παλιγγενεσία τῶν νέων Ἑλλήνων, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ μάχη τῆς ἐλευθερίας, ἡ προστασία τῶν σφαγιαζομένων ἀμάχων…

Τὸ σὸκ τῆς πραγματικότητας

Ὅμως, μὲ τὴν ἄφιξή τους, ὁ τρελὸς ἐνθουσιασμὸς ποὺ τοὺς παρακινοῦσε –τέτοιος σὰν αὐτὸν τοῦ νέου φιλοσόφου τῆς Ἰένας Κρίστιαν Μιοῦλλερ ποὺ φανταζόταν ἕναν «ὄμορφο θάνατο» στὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη– ἔσκασε ἐπάνω στὸ βράχο τῆς πραγματικότητας. Ὄχι μόνο οἱ Ἕλληνες δὲν ἔμοιαζαν καθόλου μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ τοὺς εἶχαν φτιάξει, ὅμως τοὺς ἔκαναν καὶ μία διόλου ἐνθουσιώδη ὑποδοχή. Στὴν Ἑλλάδα, ἡ χώρα ἦταν αἱματηρή, ἐξαιτίας τῶν ἀσταμάτητων ἐσωτερικῶν διαμαχῶν. Ὁ ἑλληνικὸς στρατός, ποὺ οἱ εὐρωπαϊκὲς ἐφημερίδες ἔπλεκαν τὸ ἐγκώμιό του, δὲν ὑπῆρχε κἄν. Ὑπῆρχαν μόνο σώματα ἀτάκτων ποὺ οἱ πολέμαρχοι τὰ συγκροτοῦσαν ἀνηλεῶς. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ εἶδος πολέμου ποὺ ἐξασκοῦσαν, δὲ θύμιζε σὲ τίποτε τὶς ἔνδοξες μάχες τῶν ναπολεοντείων χρόνων. Ἦταν ἕνας βουνίσιος ἀνταρτοπόλεμος ποὺ προερχόταν ἀπὸ μιὰ μακρὰ παράδοση ἀντιστάσεως στὸν τοῦρκο κατακτητή. Ἔτσι, ποτὲ δὲν κατάφεραν οἱ φιλέλληνες νὰ κάνουν τοὺς Ἕλληνες νὰ πολεμήσουν μὲ αύστηρὴ τάξη καὶ σὲ ἀνοιχτὸ πεδίο –σὲ αὐτὸ ἔβλεπαν τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα ἀνοιχτὸ ρῆγμα μὲ τὴν κληρονομιὰ τῶν ἀρχαίων ὁπλιτῶν. Τελικά, αὐτοὶ οἱ ἐθελοντές, ἀκόμη καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ ποὺ σκληραγωγήθηκαν στὶς ναπολεόντειες σφαγές, ἀηδίασανἀπὸ τὰ ὕψη τῆς βίας ποὺ ἔφτανε αὐτὸς ὁ πόλεμος ἐξουδενώσεως, ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη πομπὴ τῶν σφαγῶν, τῶν κλοπῶν, τῶν βασανισμῶν καὶ τῶν αἱματηρῶν τρόπαιων. Αὐτὸς ἦταν ἕνας θρησκευτικὸς πόλεμος –ἡ θρησκεία συνεισέφερε τὴν παραδοσιακή της προσθήκη τοῦ πολέμου στὸν πόλεμο. Τελικά, πολὺ σπάνιοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἐπέστρεφαν μὲ μία βαθιὰ πικρία (ἕν τρίτο πέθανε ἐπὶ τόπου). Γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς “φιλέλληνες τῶν μετόπισθεν”, τὸ πέπλο τῆς ψευδαισθήσεως ἐσχίσθη βιαίως μὲ τὴν ἐπαφή τους μὲ τὴν πραγματικὴ Ἑλλάδα. Ἡ ἀποπλάνηση δὲν ἔπιανε ἄλλο.

Κάνει ἐντύπωση, σὲ τελευταῖα ἀνάλυση, αὐτὴ ἡ ἐκπληκτικὴ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν τροχιὰ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στὸ ἔδαφος καὶ στὶς φαντασίες μὲ τὶς ὁποῖες περιβλήθηκε συνεχῶς στὴ Δύση. Κοσμημένη μὲ αὐτὲς τὶς φανταστικὲς προβολές, ἡ ἑλληνο-τουρκικὴ διαμάχη κατέληξε νὰ γίνει ἕνα “γεγονὸς-φαντασίας”, ὅμως προικισμένο μὲ μεγάλη ἱστορικὴ ἀποτελεσματικότητα. Χωρὶς αὐτὴ τὴ φαντασία, πράγματι, ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τύχει τέτοιας ἀπηχήσεως καὶ ἀδιαμφισβήτητα δὲν θὰ εἶχαν πάρει ποτὲ τὴν κρίσιμη βοήθεια τῶν δυνάμεων. Πολὺ διαφορετική, λοιπόν, θὰ ἦταν ἡ ἱστορία τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας τους. Χωρὶς νὰ λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι αὐτὸς ὁ φιλελληνισμὸς δὲν σταμάτησε νὰ αὐτοπροσκαεῖται στὸ τελικὸ πολιτικὸ πεπρωμένο τῆς Ἑλλάδας. Γιατὶ ἦταν τελικὰ ἕνας ξένος βασιλιάς, ὁ Βαυαρὸς Ὄθων, ποὺ ἐπιβλήθηκε ἐπὶ κεφαλῆς τῆς χώρας ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους (εἴχαμε ὀνειρευτεῖ, πρὶν τὸ θάνατό του, νὰ προτείνουμε ἀκόμη καὶ στὸ Βύρωνα αὐτὴ τὴν κορώνα). Ἀπὸ αὐτὴ τὴν «βαυαρικὴ στιγμὴ» ξεκινᾶ ἡ οἰκοδόμηση μίας νέας Ἀθήνας, προικισμένης μὲ ἕνα συγκρότημα κτιρίων στὸ πιὸ αὐθεντικὸ νεοκλασσικὸ στύλ, καὶ ἡ διεργασία τῆς “ἀποκαθάρσεως” τῆς γλώσσας μέσω τῆς ἀναπτύξεως τῆς καθαρεύουσας, ποὺ ἐπιβλήθηκε ἔπειτα στοὺς Ἕλληνες ὡς ἐπίσημη γλώσσα καὶ διδάχθηκε στὰ σχολεῖα τῆς χώρας.

Ἡ ἐφεύρεση αὐτῆς τῆς τεχνητῆς γλώσσας, ποὺ τὴν ἤθελαν ξεπατικωτούρα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ ἀποκαθαρμένη ἀπὸ τὶς ἀνατολίτικες εἰσαγωγές, ἦταν στ’ἀλήθεια πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν δημοτική, τὴν γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ὁ πληθυσμός. Ἀκολουθήθηκε ἀπὸ τὴν διαιώνιση ἑνὸς βαθέου χάσματος ἀνάμεσα στὴν Ἑλλάδα τῶν ἐλὶτ καὶ τὴν λαϊκὴ Ἑλλάδα. Οἱ δύο γλῶσσες ἀποκρυστάλλωναν ἀκόμη γιὰ καιρὸ τὴν ἀντίθεση δεξιᾶς-ἀριστερᾶς στὴν πολιτικὴ ἱστορία τοῦ ἔθνους. Τελικά, οἱ Ἕλληνες παραμένουν ἔτσι συνεχῶς διχασμένοι ἀνάμεσα σὲ δύο ταυτότητες, θεωρούμενες ὡς ἀσυμβίβαστες.

Τὸ χάσμα δὲν ἦταν στὸ ἑξῆς μικρότερο στὴν δυτικὴ κοινὴ γνώμη. Ἐνῶ οἱ κραδασμοὶ τῆς ἀνεξαρτησίας ἔκαναν νὰ ἐμφανιστεῖ ἕνα ρεῦμα “μισελλήνων” (ποὺ πῆρε ὥθηση μὲ τὴν δημοσίευση, τὸ 1845, τοῦ καυστικοῦ Ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα τοῦ Ἐντμόν Ἀμποῦ) τὸ ὁποῖο ἐπέστρεψε τὴν Ἑλλάδα στὴν καθυστέρησή της, καρπὸ μίας μακραίωνης ἀνατολίτικης παρουσίας, οἱ φιλέλληνες συνέχιζαν, πάντως, νὰ θέλουν νὰ τὴν ἀναγεννήσουν μὲ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὶς ἰδέες καὶ τὰ ἤθη τῶν Ἀρχαίων. Μὲ λίγα λόγια, τὴν θέλαμε μία ἀνατολίτικη, μία δυτική. Ὅμως ποτὲ δὲν φανήκαμε νὰ δεχόμαστε νὰ τὴν δοῦμε ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ὡς τὸν καρπὸ μίας σύζευξης ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση.


*  Γνώστης καὶ διδάκτωρ τῆς ἱστορίας, ὁ Ἑρβὲ Μαζουρὲλ [Hervé Mazurel] εἶναι λέκτορας στὸ Πανεπιστήμιο Bourgogne-Franche-Comté. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἱστορία τῶν ἐκστρατεύσεων καὶ τῶν ἐμπειριῶν τῆς μάχης στὸν 19ο καὶ 20ο αἰῶνα.