«Ομολογήστε δύο πράγματα, είτε αναγνωρίζοντας στον αντίπαλό σας μεγάλο μέρος των εξομολογήσεών του είτε αποδίδοντάς του ένα εκτιμώμενο ελάττωμα, και κάνοντάς του δώρο μια γελοία αρετή».

«Αποδείξτε ότι οι απόψεις του απορρέουν από κάποιο μισητό σύστημα, τονίζοντας ότι ούτε ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται».

Hérault de Sechelles

«Μετά τον Lenin και τον Hitler η ιδεολογία αντικαταστάθηκε από την προπαγάνδα. Σήμερα επίσης η προπαγάνδα αντικαθίσταται από ένα branding [διαχείριση επώνυμου προϊόντος] της πολιτικής[…] Ο διαρκής προεκλογικός αγώνας είναι η διαφήμιση, που η ρητορική της μας απαλλάσσει από τη σπατάλη χρόνου για την πολιτική πληροφόρηση. Και κάθε πολίτης ξέρει ότι δεν αξίζει τον κόπο να επενδύει κανείς πολύ χρόνο στην πολιτική πληροφόρηση-αφού καθένας έχει μόνο μία ψήφο».

Norbert Bolz

Ο Terry Eagleton (1943-..), ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους διανοούμενους του καιρού μας, έχει τοποθετηθεί συχνά και δίχως δισταγμούς για μια σειρά επίκαιρων κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων, προβληματίζοντας με τις θέσεις που διατυπώνει. Στην πολιτική, ο Βρετανός θεωρητικός της λογοτεχνίας, επιχειρεί επίμονα ν’ αναβιώσει τον μαρξισμό ως βιώσιμη πολιτική λύση, αποφεύγοντας παράλληλα τις «απολιθωμένες» του εκδοχές (π.χ. σταλινικός διαλεκτικός υλισμός). Η Αριστερά, διαπιστώνει με πικρία, είχε ανέκαθεν την τάση ν’ αυτοεξοντώνεται, προτού προλάβουν οι αντίπαλοί της να της δώσουν τη χαριστική βολή. Ο Eagleton υποστηρίζει πως ο μεταμοντερνισμός είναι μια έκφραση του καπιταλισμού της εποχής μας, και ταυτόχρονα μια ένδειξη ότι η Αριστερά έχει παραδώσει τα όπλα, εγκαταλείποντας οριστικά τις έννοιες με τις οποίες θα μπορούσε να προωθήσει την ανθρώπινη χειραφέτηση: αυτές οι έννοιες συνοψίζονται στον ουμανισμό, τον ορθολογισμό και την αντικειμενικότητα. Σε μια εποχή που η Αριστερά θεωρείται πολιτικά ηττημένη, είναι αναμενόμενο να έχουν πέσει σε ανυποληψία και οι υποθέσεις που προώθησε. Η ίδια η ιδέα της «ολότητας» σήμερα ηχεί αρνητικά. Η Αριστερά, θεωρεί ο Eagleton, οφείλει ν’ «αναστηλώσει» τις παραπάνω αρχές, αν είναι να διατηρήσει ζωντανό το αίτημά της:

«Η κληρονομιά της αποικιοκρατίας προκάλεσε εύλογα τέτοια αηδία σε όλους τους έντιμους φιλελεύθερους ή μεταμοντερνιστές της Δύσης, που σ’ έναν παροξυσμό πολιτισμικής αυτο-απέχθειας σπεύδουν να καταργήσουν κάποιες από τις ίδιες εκείνες έννοιες που πιθανό να φανούν χρήσιμες σ’ όσους της δικής της ιστορίας τους καταδυνάστευε τόσο καιρό».

Ο Eagleton δεν πιστεύει σε ιστορικές νομοτέλειες, απορρίπτει την ιδέα για το «τέλος της ιστορίας», δεν θεωρεί την έλευση της Μετανεωτερικότητας ιστορικά αναπόφευκτη, και επιμένει ότι αυτή εδράζεται στην πολιτική ήττα του σοσιαλισμού, μια ήττα που όμως είναι κυρίως θρυλούμενη και δεν έχει συντελεσθεί στην πράξη. Η Νεωτερικότητα γεννήθηκε όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πως υπάρχουν πολλές αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές του τι συνιστά καλή ζωή, ότι καμία δεν είναι απόλυτα και οριστικά θεμελιωμένη, καθώς και ότι, περιέργως, αδυνατούμε να συμφωνήσουμε γύρω από τα βασικά θέματα στον τομέα αυτόν. Από πού προέρχεται τότε η ιστορική καμπή που ονομάζουμε Μετανεωτερικότητα;

«Από όπου κι αν τυχόν προέρχεται η μετανεωτερικότητα- “από τη μεταβιομηχανική” κοινωνία, την τελική αμφισβήτηση της νεωτερικότητας. Την επανεμφάνιση της πρωτοπορίας, την εμπορευματοποίηση  του πολιτισμού, την εμφάνιση νέων ζωτικών πολιτικών δυνάμεων, την κατάρρευση ορισμένων κλασικών ιδεολογιών της κοινωνίας και του υποκειμένου- είναι ταυτόχρονα και κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας πολιτικής αποτυχίας, την οποία είτε βύθισε στη λήθη ή με την οποία δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει».

Λόγω της διανοουμενίστικης φύσης του (δεν είναι δα μυστικό ότι οι θιασώτες του είναι κυρίως διανοούμενοι και ότι οι ιδέες τους έχουν συλληφθεί μέσα στην άνεση των γραφείων τους), ο μεταμοντερνισμός περιορίζει στο θεωρητικό επίπεδο την αυτονομία και δυστυχώς λησμονεί ότι αυτή πρέπει κάποια στιγμή να υλοποιηθεί και στην πράξη. Συγκεκριμένα, έχοντας αναγνωρίσει ότι είναι αδύνατη η διαφυγή από τον καπιταλισμό, προσαρμοζόμενοι σε αυτό, οι μεταμοντέρνοι φιλόσοφοι συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει καν καπιταλισμός. Έτσι, η χειραφέτηση πραγματοποιείται αποκλειστικά φαντασιακά και στο διανοητικό επίπεδο, αφού η υλοποίησή της στην πράξη φαντάζει αδύνατη. Αν όμως οι θιασώτες του έχουν αυτή την πολυτέλεια της λησμονιάς, πλήθος ανθρώπων, προ παντός των κατώτερων τάξεων, δεν είναι τόσο τυχεροί και ευνοημένοι. Ο Eagleton εμφανώς μέμφεται σε αυτό το σημείο τη μεταμοντέρνα Αριστερά για στρουθοκαμηλισμό. Ένας από τους τομείς όπου αυτή η τελευταία επικεντρώθηκε πιο πολύ, ήταν η σεξουαλικότητα και το ανθρώπινο σώμα γενικότερα. Δίνοντας έμφαση σε τέτοια ζητήματα, που η παραδοσιακή Αριστερά ουδέποτε θεωρούσε πρώτες της προτεραιότητες, ο μεταμοντερνισμός απλώς μετατοπιζόταν και έδειχνε για ακόμη μια φορά την απροθυμία του να κάνει μια πραγματικά πολιτική επανάσταση. Κοντολογίς, αν ο μεταμοντερνισμός έθεσε μερικά νέα ζωτικά ερωτήματα, αυτό συνέβη όχι διότι τα παλιά (δηλ. η υπέρβαση του καπιταλισμού) τάχα έχουν ήδη λυθεί, αλλά ακριβώς διότι μοιάζουν πιο δυσεπίλυτα παρά ποτέ άλλοτε. Από αυτή την άποψη, ο μεταμοντερνισμός είναι τόσο ένας γνήσιος εμπλουτισμός για το σοσιαλιστικό κίνημα, όσο και ένας ατυχής εκτροχιασμός του[1].  Ο ομογενοποιημένος τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνεται ο μεταμοντερνισμός όλη την ιστορία των ιδεών στη Δύση, τον οδηγεί στη δική του αυτοαναίρεση: την ίδια στιγμή που προσάπτει στις εξιστορήσεις των αντιπάλων του ομογενοποίηση, ο ίδιος είναι επίσης ένοχος αυτής της τάσης.

RowsonMartin Rowson

Όταν εξαπολύει τα αιχμηρά και φαρμακερά του βέλη ενάντια στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, θα πρέπει να θυμάται ότι σε αυτόν χρωστάει την ιδέα της ανθρώπινης χειραφέτησης για την οποία με τόσο πάθος αγωνίζεται. Αυτό ίσως είναι λιγότερο παράξενο από ότι φαίνεται: μήπως τάχα και ο Διαφωτισμός δεν κληρονόμησε τις ιδέες της καθολικής δικαιοσύνης και ισότητας από την ιουδαιοχριστιανική παράδοση που ειρωνευόταν συχνά; Η καθολικότητα σημαίνει ότι σε ζητήματα δικαιοσύνης και ευτυχία, πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι άνθρωποι[2]. Πάντως, στον βαθμό που οι μεταμοντέρνοι επιτίθενται στα μεταφυσικά θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, η συμπεριφορά τους θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επαναστατική. Διότι το σύστημα έχει ακόμη ανάγκη από κάποιες απόλυτες αξίες, για να συνεχίσει να λειτουργεί. Στο καίριο ερώτημα αν ο καπιταλισμός των ημερών μας μπορεί να επιβιώσει δίχως μεταφυσικά θεμέλια ο Eagleton απαντά αρνητικά. Για να διατηρηθεί η «αναρχία», αυτός το πλουραλιστικό συνονθύλευμα που παρατηρείται στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες, απαιτείται ένα στέρεο πολιτικό πλαίσιο:

«Κοντολογίς, ο μεταμοντερνισμός παίρνει λίγη από την υλιστική λογική του προηγμένου καπιταλισμού και, στη συνέχεια, τη στρέφει επιθετικά ενάντια στα πνευματικά του θεμέλια. Και σ’ αυτό μοιάζει αρκετά με το δομισμό, που ήταν μια από τις παλαιότερες πηγές του. Είναι σαν να παροτρύνει το σύστημα, όπως έκανε ο μεγάλος μέντοράς του, ο Friedrich Nietzsche, να ξεχάσει τα μεταφυσικά θεμέλιά του, να παραδεχτεί ότι ο Θεός έχει πεθάνει και απλά να αποδεχθεί ότι όλα είναι σχετικά».

Ο καπιταλισμός χρειάζεται κάποια θεμέλια και αυτά του προσφέρονται από δύο κατευθύνσεις: ν’ αναγνωρίσει τον καθολικό χαρακτήρα της ορθολογικότητάς του ή να αφεθεί σε έναν σχετικισμό, αποδεχόμενος ότι δεν μπορεί να επικαλείται θεμελιώδεις ηθικές αρχές για να στηρίξει όσα κάνει. Ενώ οι φανατικοί συντηρητικοί καταφεύγουν βασικά στην πρώτη λύση, οι πραγματιστές φιλελεύθεροι κατά κανόνα ακολουθούν τη δεύτερη. Επομένως:

«Για να αντιμετωπίσει τους πολιτικούς ανταγωνιστές της η Αριστερά, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, έχει ανάγκη από γερά ηθικά, ακόμη και ανθρωπολογικά θεμέλια   τίποτε λιγότερο δεν πρόκειται να μας προσφέρει τα πολιτικά εφόδια που χρειαζόμαστε. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο μεταμοντερνισμός είναι τελικά πιο πολύ μέρος του προβλήματος παρά της λύσης του».

Η αντι-ουσιοκρατία δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με Αριστερά και προοδευτικά αιτήματα, ούτε και η ουσιοκρατία είναι πάντοτε στοιχείο της πολιτικής Δεξιάς. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Karl Marx ήταν ουσιοκράτης, σε αντίθεση με τον Bentham που ήταν πολέμιος της ουσιοκρατίας. Σύμφωνα με τον Eagleton, ο σοσιαλισμός ενσωματώνει τα θετικά σημεία τόσο του φιλελευθερισμού (αυτονομία) όσο και του κοινοτισμού (αλληλεγγύη), αποφεύγοντας τα αδύναμα σημεία εκάστου: στην περίπτωση του φιλελευθερισμού, είναι η ανισότητα, ενώ στον κοινοτισμό είναι ο ελλοχεύον αυταρχισμός. Σημειώνεται ότι ο Eagleton ασκεί έντονη κριτική σε «κομουνιταριανιστές» φιλοσόφους όπως ο Καναδικής καταγωγής Charles Taylor και ο Σκώτος ακαδημαϊκός Alasdair Macintyre. Αντίθετα, ο μεταμοντερνισμός συνδυάζει τις χειρότερες όψεις τόσο του φιλελευθερισμού, όσο και του κοινοτισμού. Από τη μια μεριά, δεν βλέπει παρά μόνο σφάλματα στον Διαφωτισμό, αρνείται την ανθρώπινη οικουμενικότητα και πριμοδοτεί το πολιτισμικά μερικό, τοπικό και συγκεκριμένο, σαν η καλή ζωή να μην μπορεί να καθορισθεί ανεξάρτητα από επιμέρους πολιτισμικές αξίες. Τέτοιες ιδέες, αντιτείνει ο Eagleton, καταρρέουν όταν βλέπει κανείς ότι μια κουλτούρα περιλαμβάνει εντός της όχι απλώς διαφορετικές αλλά και αλληλοσυγκρουόμενες ιδέες και πρακτικές. Πώς θα επιλέξουμε μεταξύ τους; Η επίκληση την πολιτισμική ιδιαιτερότητα ασφαλώς αδυνατεί να βοηθήσει εδώ. Από την άλλη, η μεταμοντέρνα πολιτική στηρίζεται τόσο στην έννοια της «διαφορετικότητας», ώστε ελάχιστα μπορεί να προχωρήσει πέρα από τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ένα μεγάλο μέρος των μεταμοντέρνων στοχαστών θυμίζει δειλούς φιλελεύθερους που απλά έχουν υιοθετήσει πιο επιθετική στάση. Η μεγαλύτερη δοκιμασία για τον μεταμοντερνισμό, θα ήταν η πιθανή έλευση του φασισμού στο προσεχές μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, τώρα ζούμε στο μεταίχμιο δύο εποχών. Η μία πεθαίνει και η άλλη είναι ανίκανη να γεννηθεί. Προς το παρόν.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Πώς να προσεγγίσει κανείς τις παραπάνω σκέψεις; Πού στηρίζεται η άποψη του Eagleton ότι ο σοσιαλισμός ουδέποτε ηττήθηκε στην πράξη; Υπάρχει κάποια μορφή του, εκτός της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία μάλλον θεωρεί ανεπαρκή, που να μπορεί να ονομασθεί «νικήτρια»; Είναι σημαντικό διανοητικό επίτευγμα του Eagleton ότι πετυχαίνει ν’ αναδείξει παραστατικά τα τρωτά σημεία των ιδεολογικών του αντιπάλων (π.χ. την άτυπη εύνοια των μεταμοντέρνων διανοητών και των σχετικιστών της δύναμης, προς τον καπιταλισμό), ωστόσο ο ίδιος παρουσιάζεται απολύτως ανίκανος να προτείνει λύσεις. Για παράδειγμα, αν ο μεταμοντερνισμός είναι τόσο εμπλουτισμός όσο και εκτροχιασμός του σοσιαλισμού, πώς και με ποιο κριτήριο πρέπει να μπει το όριο ανάμεσα σε αυτά τα δύο; Τι πρέπει να κρατηθεί και τι όχι; Ο οξυδερκής επικριτής εδώ κερδίζει κατά κράτος τον επίδοξο μεταρρυθμιστή, που δεν έχει να προσφέρει τίποτα το σαφές και το συγκεκριμένο. Αν ο σοσιαλισμός πρέπει να είναι υλιστικός, πώς μπορεί ν’ αποφύγει την παγίδα του «χυδαίου» υλισμού, του αναγωγισμού ή ακόμη και της αυτοαναίρεσης; Αυτό ο Eagleton ποτέ δεν μας το απαντάει[3]. Επιπλέον, ο ίδιος συγκρίνει τον σοσιαλισμό, όπως αυτός εμφανίζεται στη θεωρία, με τον καπιταλισμό, όπως εκείνος λειτουργεί στην πράξη. Με τέτοιους ευνοϊκούς όρους σύγκρισης, δεν είναι διόλου παράξενο που ο σοσιαλισμός παρουσιάζεται να κερδίζει παντού. Ανέκαθεν στην πολιτική το φανταστικό (π.χ. οι πολιτικές ουτοπίες διαφόρων συγγραφέων) κατανικούσε το πραγματικό, αφού ήταν εξαρχής φτιαγμένο για να το νικάει. Στη θεωρία, ο σοσιαλισμός (όπως κάθε αμιγώς θεωρητικό αίτημα) εμφανίζεται να πελαγοδρομεί μεταξύ φιλελευθερισμού και κοινοτισμού, μετατοπιζόμενος αναλόγως της κριτικής που επιδιώκεται κάθε φορά ν αποφύγει. Αν όμως θέλουμε να δούμε την πράξη, εκεί ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια διαφορετική ιστορία: στην πράξη, γνωρίζουμε ότι ο σοσιαλισμός είναι είτε δημοκρατικός αλλά ταξικός (σοσιαλδημοκρατία) είτε αταξικός αλλά αυταρχικός (κομουνισμός). Και πράγματι, πώς θα μπορούσαν να συμβιβασθούν οριστικά αξίες σημαντικές αλλά αντίθετες, όπως η ελευθερία και η ισότητα; Μήπως οι άνθρωποι εμφορούμαστε από επιθυμίες και ιδανικά που είναι αλληλοσυγκρουόμενα, όσο μας είναι εξίσου επιθυμητά; Αν αυτό ισχύει, τότε στα κοινωνικά μας προβλήματα δεν μπορούμε ν’ αναμένουμε τίποτα άλλο από μερικούς δυσάρεστους και εξισορροπητικούς συμβιβασμούς. Η ουτοπία, δηλαδή η οριστική και πλήρης λύση όλων των κοινωνικών μας προβλημάτων, θα ήταν τότε ανέφικτη. Από αυτό το σημείο, μπορούν να εξαχθούν δύο πιθανά συμπεράσματα: μια οριστική λύση δεν μπορεί να επέλθει ποτέ και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να (περι)πλανώνται εσαεί, ή μπορούμε να προσδοκούμε μια λύση που θα δοθεί αποκλειστικά στο υπερβατικό και εσχατολογικό επίπεδο. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του.


[1] Ας σημειωθεί ότι ο Eagleton έχει ασκήσει και κριτική στο άθλημα football, το οποίο και θεωρεί ένα είδους σύγχρονου «οπίου» των μαζών και «συνεργάτη» του καπιταλιστικού συστήματος.

[2] Κατά τη διατύπωση του Eagleton: «Η ιδέα της χειραφέτησης του ανθρώπου είναι μέρος της κληρονομιάς του Διαφωτισμού και οι ριζοσπάστες μεταμοντερνιστές που την επιστρατεύουν, είτε το θέλουν είτε όχι, χρωστούν ευγνωμοσύνη στους ανταγωνιστές τους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Διαφωτισμός κληρονόμησε αντιλήψεις για την καθολική δικαιοσύνη και την ισότητα από μια ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, την οποία συχνά ειρωνευόταν. Η καθολικότητα απλά σημαίνει ότι σε ζητήματα ελευθερίας, δικαιοσύνης και ευτυχίας, όλοι πρέπει να συμμετέχουν».

[3] Ο Βρετανός συγγραφέας, σημειωτέον, καταφεύγει κάποτε σε εύκολα χωρατά και μεταχειρίζεται μερικά μάλλον ανορθόδοξα παραδείγματα, για να τεκμηριώσει τις θέσεις του.