«Αλλά δεν αισθάνομαι υποχρεωμένος να πιστέψω ότι ο ίδιος ο Θεός που μας προίκισε με αισθήσεις, με λογική και με ευφυΐα θέλησε να αγνοήσει τη χρήση τους και να μας προσφέρει τη γνώση που θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε μέσω αυτών με διαφορετικό τρόπο. Δεν θα είχε, βέβαια, την απαίτηση από μας να αρνηθούμε τις αισθήσεις και τη λογική σε σχέση με τα φυσικά φαινόμενα που η άμεση εμπειρία ή οι αναγκαίες αποδείξεις φανερώνουν στα μάτια και το νου μας. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ιδιαίτερα στις επιστήμες εκείνες για τις οποίες υπάρχουν στη Βίβλο ελάχιστα στοιχεία (και αυτά με μορφή συμπερασμάτων)».
«Η αληθινή επιστήμη αναδύθηκε άπαξ: στην Ευρώπη. Η Κίνα, το Ισλάμ, η Ινδία, και η Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη είχαν εξόχως ανεπτυγμένη αλχημεία. Αλλά μονάχα στην Ευρώπη όντως η αλχημεία εξελίχθηκε σε χημεία. Ομοίως, πολλές κοινωνίες ανέπτυξαν περίτεχνα συστήματα αστρολογίας, αλλά μονάχα στην Ευρώπη η αστρολογία οδήγησε στην αστρονομία. Γιατί; Και πάλι η απάντηση έχει να κάνει με τις εικόνες του Θεού».
Rodney Stark
«Παραμένει, ωστόσο, μια γενική δυσκολία, η οποία εμποδίζει εμάς τους διανοούμενους της Δύσης ακόμη και να συζητήσουμε αυτά τα κίνητρα. Τα υπερεγώ μας είναι πολύ απρόθυμα να το επιτρέψουν. Έχουμε εσωτερικεύσει μια φωνή που μιλάει με τους τόνους και το πνεύμα του Βολταίρου και του Ρουσσώ, του Μιλ, του Χιουμ, του Τόμας Πέην και της Μαίρης Γούλστονκραφτ, μια φωνή που λέει: “Γι’ αυτό τα βάλαμε με τους παπάδες, τους πατέρες και τους βασιλιάδες; Υπάρχει τίποτε σημαντικότερο από την ατομική ελευθερία;” […] Η παράδοσή μας δεν διαθέτει πλέον τις φυσικές, προφανείς έννοιες με τις οποίες θα καταδίκαζε την ανεξέλεγκτη ανθρώπινη απληστία η ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της».
Mary Midgley
Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε, σε διάφορους κύκλους, η τελευταία πρόσφατη συνέντευξη του γνωστού συγγραφέα και διανοούμενου, Χρήστου Γιανναρά[1]. Μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Γιανναράς δήλωσε ότι ο Δαρβίνος (ενν. η εξελικτική θεωρία) είναι «ένα καλαμπούρι» και ισχυρίσθηκε πως στον χώρο των φυσικών επιστημών σήμερα αποτελεί αιτία ειρωνικού μειδιάματος. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποτελούν έκπληξη για όσους γνωρίζουν βαθύτερα το συγγραφικό του έργο. Ο Χρήστος Γιανναράς έχει παλαιόθεν συνταχθεί με τους αρνητές της μακροεξέλιξης, αναπαράγοντας στο βιβλίο του Οντολογία της σχέσης (2008), επιχειρήματα κατασκευασμένα από το δημοφιλές ψευδοεπιστημονικό κίνημα του Ευφυούς Σχεδιασμού (Intelligent Design):
«Ἂν ὑπολογίσουμε πόσοι τέτοιοι “τυχαῖοι” κώδικες (DNA) πρέπει νὰ ἐλεγχθοῦν ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιλογὴ ὥστε νὰ περάσει ἡ ζωὴ ἐξελικτικὰ ἀπὸ μονοκύτταρους ὀργανισμοὺς ὣς τὸν ἄνθρωπο (ὅπως θέλουν οἱ Δαρβινιστές) —κώδικες σταθεροὶ καὶ βιώσιμοι γιὰ νὰ ἀποτελέσουν κρίκους στὴν ἁλυσιδωτὴ ἐξέλιξη τῆς ζωῆς—, πιστοποιοῦμε αὐτὸ ποὺ παραπάνω σημειώθηκε: ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ ἡλικία τοῦ σύμπαντος εἶναι χρόνος ἀνεπαρκής. Στὴ βάση τῆς Μαθηματικῆς Μοριακῆς Βιολογίας, ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, μὲ τυχαῖες ἀλλαγὲς-δοκιμὲς τοῦ γονιδιώματος καὶ ἔλεγχο μέσῳ τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, μᾶλλον δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει».
Και το σημαντικότερο:
«Μὲ τὴν ἀνακάλυψη καὶ σπουδὴ τῆς λειτουργίας τῶν γονιδίων καὶ τῆς συγκρότησης τοῦ DNA τέτοια ἐνδεχόμενα ἀποκλείστηκαν — ἀποκλείστηκε ἡ ἐξελικτικὴ μετάβαση ἀπὸ ἕνα εἶδος σὲ ἄλλο».
Οι ισχυρισμοί αυτοί επαναλήφθηκαν και σε βιντεοσκοπημένη διάλεξή του, έναν χρόνο αργότερα. Αυτό όμως δεν οφείλεται σε προσωπική παραξενιά[2]. Στην πραγματικότητα, οι θεολόγοι αρνητές της εξελικτικής θεωρίας έχουν μεγάλη ιστορία στον ελλαδικό χώρο, και σ’ έναν βαθμό υπάρχουν και σήμερα. Για παράδειγμα, σε ομιλία του, με θέμα το σύμπαν και τον Θεό (1:03:50), ο π. Επιφάνιος Χατζηγιάγκου αναφέρεται στον Duane Gish (τον οποίο αποκαλεί εσφαλμένα Fish), που είχε γράψει ένα βιβλίο πρεσβεύοντας ότι τα απολιθώματα καταρρίπτουν τη μακροεξέλιξη στην εξελικτική θεωρία[3]. Αμφίθυμη στάση απέναντι στην εξέλιξη των ειδών παρατηρεί κανείς και σε άλλους επιστήμονες θεολόγους. Σε άρθρο του, ο Βασίλειος Νοϊτσάκης, αφού πρώτα «περιλούζει» τον Δαρβίνο με σωρεία άδικων κατηγοριών (π.χ. ότι τίποτε πρωτότυπο δεν συνεισέφερε κ.λπ.), δηλώνει ότι ο τελευταίος υπήρξε τάχα ένας άθεος, που επιχείρησε να αρνηθεί τον Θεό[4]. Στη συνέχεια, μιλάει για «τις παραδοξότητες, τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις […] σε καίρια σημεία», καθώς και ότι «φαίνεται να θέλει η δαρβινική θεωρία της εξελίξεως και οι θιασώτες της […] «ως στόχο την αντικατάσταση του Θεού από τη φυσική επιλογή», για να ομολογήσει τελικά πως «[ε]ίναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει άλλη θεωρία που να διατυπώνει κατά τρόπο επιστημονικό την καταγωγή και την εξέλιξη των ειδών, όπως η νεοδαρβινική θεωρία». Σημαντικό μέρος του κειμένου, πρέπει να το πούμε, στρέφεται όχι τόσο στην εξελικτική θεωρία αλλά στην αθεϊστική φιλοσοφική ερμηνεία της. Η επίθεση συνεχίζεται αλλού, με τον συγγραφέα να θεωρεί πως η ύπαρξη «αλτρουισμού» μεταξύ των έμβιων ειδών είναι κάτι που δεν εξηγείται ικανοποιητικά μόνο από τη φυσική επιλογή, και δίχως την προσφυγή σε θεϊκό Δημιουργό. Επιπρόσθετα, ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Κωστώφ, από τις ισχυρότερες φωνές, ισχυρίζεται ότι επειδή η βιβλική Γένεση αναφέρει πως όλα ανεξαιρέτως τα ζώα ήταν χορτοφάγα πριν το προπατορικό αμάρτημα, επομένως δεν έτρωγαν το ένα το άλλο,
«δεν υπάρχει συνεπώς προ της πτώσεως ο περίφημος, κατά τους δαρβινιστές, αγώνας περί υπάρξεως, ο οποίος πυροδοτεί δήθεν την αλλαγή από είδος σε είδος, την εξέλιξη με άλλα λόγια»[5].
Έπειτα, προσθέτει:
«Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, τόσο τα ζώα-κυνηγοί, όσο και τα ζώα-θύματα πιεζόμενα τα μεν από την πείνα τα δε από την προσπάθεια να ξεφύγουν για να σωθούν, “αναγκάζονταν” να προσαρμοσθούν σωματικώς και να εξελιχθούν. Σύμφωνα όμως, με τη Γένεση, όλο το σενάριο αυτό περί του τρόπου εμφανίσεως των ζώων καταπίπτει, εφ’ όσον όλα τα ζώα δημιουργήθηκαν χορτοφάγα. Ταλαίπωροι όσοι Χριστιανοί υποστηρίζετε ακόμη ότι η Βίβλος δεν απορρίπτει τη θεωρία της εξελίξεως»[6].
Τέλος, ο θεολόγος Νικόλαος Α. Βασιλειάδης έχει συγγράψει ένα βιβλίο όπου επεσήμανε όλες τις, σύμφωνα με τον ίδιο, «δυσκολίες» της εξελικτικής θεωρίας να εδραιωθεί επιστημονικά, παραθέτοντας μάλιστα στο τέλος και τη γνωστή και πλαστή ιστορία της Elizabeth Hope, που θέλει τον Δαρβίνο να «μετανοεί» κατά τις τελευταίες του στιγμές. Οι παραπάνω απόψεις αναπαράγονται και από τον γνωστό ακαδημαϊκό θεολόγο Αθανάσιο Ι. Δεληκωστόπουλο, με ρητή αναφορά στο προαναφερθέν βιβλίο του Βασιλειάδη. Επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ εξελικτικής θεωρίας και των χριστιανικών ρευμάτων που την απορρίπτουν αποτελεί βασικά η μακροεξέλιξη, αλλά δεν απουσιάζουν και τα κινήματα δημιουργισμού που επικεντρώνονται στο γεωλογικό ή/και το αστρονομικό τμήμα, αρνούμενα την επιστημονικά αποδεκτή ηλικία της γης.
Η κοινωνική αντιπαράθεση δεν γίνεται απαραίτητα για τη φυσική επιλογή, την οποία ενδέχεται κάλλιστα να δέχονται αμφότερες οι πλευρές. Η διαφορά είναι ότι οι αρνητές θεωρούν πως αυτή δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε μεταβολή από ένα είδος σ’ ένα άλλο (μακροεξέλιξη). Σε γενικές γραμμές, οι βιολόγοι είναι διαφόρων μεταφυσικών πεποιθήσεων: άθεοι, αγνωστικιστές, Χριστιανοί, ντεϊστές κ.λπ. Οι υυνειδητοί αρνητές είναι σχεδόν πάντα άτομα μιας συγκεκριμένης θρησκείας, προς υπεράσπιση της οποίας προβάλλουν τις θέσεις τους[7]. Όπως είναι αναμενόμενο, τέτοιες δηλώσεις και ιδέες (εδώ παραθέσαμε μονάχα κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές) έχουν ξεσηκώσει αντιδράσεις. Σε συνέντευξή του, ο διεθνούς φήμης εξελικτικός βιολόγος Λευτέρης Ζούρος έχει διαμαρτυρηθεί ότι η ανύπαρκτη (ή τέλος πάντω, η ελλιπής και περιορισμένη) διδασκαλία της εξέλιξης στην ελληνική εκπαίδευση οφείλεται στην επικάλυψη των εξουσιών μεταξύ ελληνικού κράτους και Ορθόδοξης Ελλαδικής Εκκλησίας. Ο Ζούρος ισχυρίσθηκε πως η εξελικτική θεωρία διδάσκεται ανεπαρκώς στη δημόσια εκπαίδευση της Ελλάδος, λόγω εκκλησιαστικών παρεμβάσεων. Κάτι τέτοιο είναι, φυσικά, εντελώς εσφαλμένο. Η άποψη ότι τάχα η Ελλαδική Εκκλησία παρεμποδίζει τη διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας είναι γενικότερα εσφαλμένη. Σύμφωνα με τον Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη:
«Ως θεολόγος, γνωρίζω κάτι που δε γνωρίζουν οι προκατειλημμένοι κατά του χριστιανισμού συνάνθρωποί μου, είτε είναι “μορφωμένοι” είτε όχι: ότι στα Θρησκευτικά της Β΄ Λυκείου (σελ. 91 του σχολικού βιβλίου) προβάλλεται η θεωρία της εξέλιξης των ειδών ως η τελευταία λέξη της επιστήμης στο ζήτημα της προέλευσης της ζωής. Αν λοιπόν το ελληνικό κράτος, μέχρι το 2010, δεν τη διδάσκει στο μάθημα της Βιολογίας, δε φταίμε εμείς οι θεολόγοι, διότι (πολύ απλά) οι ίδιοι τη διδάσκουμε».
Μάλιστα, στο σχολικό βιβλίο θρησκευτικών της Γ’ Λυκείου, παρατίθεται ένα απόσπασμα από τον μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η εξελικτική θεωρία όχι απλώς δεν συνιστά κίνδυνο για τη θεολογία, αλλά εναρμονίζεται άψογα και με τα όσα γράφει ο Μέγας Βασίλειος στην Εξαήμερο. Είναι δυνατό ο Ζούρος και άλλοι να λένε ότι η Εκκλησία παρεμποδίζει τη διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας στα σχολεία, την ίδια στιγμή που αυτή αναγνωρίζεται μέχρι και στα ίδια τα βιβλία των θρησκευτικών; Είναι γενικά αλήθεια ότι η εξέλιξη, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, ήταν παραγκωνισμένη στο σχολικό μάθημα της βιολογίας, μάλλον όμως αυτό σίγουρα δεν οφείλεται σε κάποιες πιθανές αντιδράσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας. Διότι, ας το έχουμε υπόψη μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διατύπωσε κάποια επίσημη θέση πάνω στον Δαρβίνο και στις επιστημονικές του ανακαλύψεις. Ιστορικά, όμως, η εξελικτική θεωρία, στην ατυχή ιδεολογική εκλαΐκευση του Haeckel, έγινε γνωστή στην Ελλάδα μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, όχι τόσο από βιολόγους όσο από συγγραφείς που ήθελαν να «κονταροχτυπηθούν» ιδεολογικά με την Εκκλησία[8]. Παρόλο λοιπόν που δεν υπάρχει καμία συστηματική προσπάθεια καταπολέμησης της εξελικτικής θεωρίας εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας (εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει σε πολλές προτεσταντικές σέχτες) και κατά κανόνα οι διαμαρτυρίες εναντίον της προέρχονται από ολιγάριθμες περιπτώσεις «αντάρτικου» εκ μέρους συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, υπάρχουν όντως ορισμένα αξιοσέβαστα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που εναντιώθηκαν σφοδρά στην επιστήμη, κυρίως από φόβο ότι αυτή αποτελεί ένα αθεϊστικό κατασκεύασμα με στόχο την άλωση του χριστιανικού της ποιμνίου. Το αποτέλεσμα αυτής της φοβικότητας ήταν να υπάρχει μία διάδοση, σε ορισμένους πιο αυστηρούς κύκλους θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για ευρεία συναίνεση, πως ο «δαρβινισμός» στερείται παντελώς επιστημονικής επικύρωσης ή, ακόμη χειρότερα, ότι η επιστήμη τον έχει προ πολλού αποκηρύξει. Αυτή είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Υπάρχει όμως και η άλλη, η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί με τον όρο «επιστημονισμός». Επιστημονισμός ονομάζεται η ταύτιση του επιστητού με αυτό που μπορούν να ερευνήσουν οι επιστήμες και μόνον. Για τους επιστημονιστές, ο Δαρβίνος προσέφερε μία μοναδική ευκαιρία να επιτεθούν στη χριστιανική κοσμοθεωρία. «Η εξελικτική θεωρία παρείχε, σε πολλούς από εμάς, ένα αίσθημα βαθιού νοήματος και ικανοποίησης, τέτοιου που η πίστη σε ένα θεϊκό σχέδιο δεν είχε αφυπνίσει ποτέ, έλεγε χαρακτηριστικά ο Oliver Sacks. Η επιφανέστερη ίσως περίπτωση επιστημονισμού, τουλάχιστον στον χώρο της βιολογίας, ήταν ο Γάλλος νομπελίστας βιοχημικός Jacques Monod[9].Σήμερα, έλεγε ο Jacques Monod, χάρη στη μοριακή βιολογία, το «μυστήριο» της ζωής έχει σε μεγάλο βαθμό φανερωθεί. Ολόκληρη η εξέλιξη των έμβιων όντων έχει ως ακρογωνιαίο λίθο της την καθαρή τύχη και μαζί, την απόλυτη και τυφλή ελευθερία. Έτσι, απόρροια της τύχης είναι και αυτό που κατέστησε εφικτή τη σύλληψη της εξελικτικής θεωρίας, δηλαδή η ανθρώπινη ομιλία. Η αναφορά στην τύχη δεν είναι απλό τέχνασμα που μεταχειρίζονται οι επιστήμονες για να καλύψουν την άγνοιά τους. Εκφράζει μια πέρα για πέρα πραγματική διαπίστωση. Μέσα σε τρεις μόλις αιώνες, οπλισμένη με το αίτημα της αντικειμενικότητας, η επιστήμη ήρθε και έσβησε μια παράδοση (την «ανιμιστική», όπως την ονομάζει) εκατό χιλιάδων ετών, που σχεδόν ταυτιζόταν με την ανθρώπινη φύση. Αυτή η διαίρεση, όσο και αν δεν μπορεί παρά να είναι φαινομενική, είναι αναγκαία για να ζήσουμε, δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει δίχως έναν υποκειμενικό κόσμο με ιδέες μέσα του[10]. Μέχρι σήμερα, οι «βιταλιστικές» θεωρίες επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τα γνωστικά μας κενά (η αυτοσυνειδησία είναι ίσως το τελευταίο που απομένει) όσον αφορά την εμφάνιση και εξέλιξη της ζωής, για να υποστηρίξουν πως οι φυσικοί νόμοι είναι ανεπαρκείς για να εξηγήσουν την εμφάνιση ζωής. Σαν «βιταλιστικές», ο Monod ορίζει όσες θεωρούν ότι υπάρχει κάποιου είδους τελολογία μέσα στον χώρο της βιόσφαιρας. Ακόμη και η θεωρία της εξέλιξης, μας λέει, παρότι κατεδάφισε ολόκληρα θεολογικά συστήματα και απομάκρυνε τον Θεό από την επιστήμη, απέκτησε τελικά μια τελολογική ερμηνεία, στο πλαίσιο της οποίας ο άνθρωπος νοούνταν σαν ο μεγαλειώδης «σκοπός» και ο θριαμβευτής κληρονόμος των παμπάλαιων φυσικών διαδικασιών του σύμπαντος (παράδειγμα: ο Teilhard de Chardin). Η φιλοσοφία του Monod θα μπορούσε κάλλιστα να ονομασθεί «βιολογικός υπαρξισμός». Δυστυχώς, ο κατά τ’ άλλα σπουδαίος εκείνος βιοχημικός δεν τεκμηριώνει τις φιλοσοφικές του θέσεις: παρακάμπτει εύκολα τον Henri Bergson, όπως άλλωστε και τον Sardin, ενώ όταν θίγει κάποιο μεγάλο φιλοσοφικό ζήτημα, απλώς παραθέτει τις απόψεις του (και πολλών συναδέλφων του), εκλαμβάνοντάς τες στο εξής σαν αυταπόδεικτες, μ’ εκδηλώσεις συμπόνιας για την υπόλοιπη «δύσμοιρη» ανθρωπότητα που δεν τις αντέχει[11]. Οι μεγάλες θρησκείες αναφέρονται βιαστικά, όπως και μερικές από τις πιο επιδραστικές φιλοσοφικές σχολές του παρελθόντος, ενώ καμία τους δεν ανασκευάζεται, αλλά ούτε καν συζητιέται ιδιαίτερα. Ο Monod αντιπαραθέτει απλώς τη δική του κοσμοθεωρία στις υπόλοιπες. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η απαίτηση για οριστικό διαζύγιο γνώσης και αξιών, είναι και η ίδια αποτέλεσμα αποδοχής ορισμένων αξιών[12]. Όσο για τα πιο καίρια ερωτήματα (όπως π.χ. το για ποιον λόγο υπάρχει εξαρχής ένα τέτοιο «διαζύγιο» ανάμεσα στον φυσικό κόσμο και στον άνθρωπο, έτσι ώστε να καλείται να το γεφυρώσει ο ανθρωποκεντρισμός με τις προβολές του), ο Monod δεν μας προσφέρει καμία πειστική απάντηση. Αντίθετα, ο επιστημονισμός του προβάλλει σαν αυταπόδεικτη αλήθεια, χωρίς πουθενά να θιγούν τα προβλήματα που έχουν φέρει οι συζητήσεις της ιστορίας και της επιστημολογίας στην έννοια της επιστημονικής «αντικειμενικότητας», την οποία ο Monod επίσης προϋποθέτει, δίχως και πάλι να προσφέρει σχετική τεκμηρίωση για την εγκυρότητά της[13]. Πώς ερμηνεύεται η θρησκεία υπό ένα επιστημονιστικό πρίσμα; Σαν ένα τυχαίο παραπροϊόν της εξελικτικής διαδικασίας και μόνον. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται συχνά, όσοι από τους πιθηκοειδείς μας προγόνους, υποστηρίζεται, έτειναν να παρατηρούν ίχνη άλλων ζώων ακόμη και όπου αυτά δεν υπήρχαν, προφυλάσσονταν περισσότερο, επομένως έτειναν να ζουν και περισσότερο, με αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της τάσης τους αυτής, ενδεχομένως και την ενίσχυσή της, στους απογόνους τους. Έτσι, η φυσική επιλογή ευνοούσε τους πιο «αλαφροΐσκιωτους» και όσους είχαν μεγάλη συναισθηματική ευαισθησία και φαντασία. Αυτά, λέει η εν λόγω υπόθεση, έφεραν σιγά σιγά στη ζωή τις πρώτες θρησκείες. Όταν τόσοι άθεοι ακτιβιστές εκλαϊκευτές έχουν κάνει τον Δαρβίνο «σημαία» τους, είναι να εκπλήσσεται κανείς που τόσοι απληροφόρητοι πιστοί εκδηλώνουν αυθόρμητα μια φοβική άγνοια; Διότι, όπως διαπίστωνε και η άθεη (αλλά επικρίτρια του επιστημονισμού) Βρετανίδα φιλόσοφος, Mary Midgley:
«Μαθαίνουμε ότι είμαστε απλοί χωριάτες, ανήμποροι “λαϊκοί-ψυχολόγοι” και κάλλιστα μπορεί να εκλάβουμε αυτή την απόφανση ως προσβολή: “δεν είσαστε τίποτα”. Αυτή είναι η άποψη που κάνει την επιστήμη να δείχνει στους μη επιστήμονες σαν ένας ξένος και αυταρχικός δικτάτορας. Ωστόσο, δεν έχει πραγματική βάση. Οι οντότητες με τις οποίες ασχολείται η φυσική- κουάρκ, ηλεκτρόνια, μαύρες τρύπες και ούτω καθ’ εξής- δεν είναι πιο πραγματικές απ’ ό,τι οι χαρές και οι λύπες μας, οι φόβοι και οι φιλοδοξίες μας, ή ο δρόμος που κάποιος ετοιμάζεται να διασχίσει […]Αυτό ταιριάζει με την κοσμοεικόνα που αποκτούν πάρα πολλοί άνθρωποι κατά την επιστημονική τους εκπαίδευση, μια εκπαίδευση που τους διδάσκει την επιστημονική σκέψη, και η οποία υπερβάλλει σε ό,τι αφορά την ακρίβεια που μπορεί να πετύχει η επιστήμη, ενώ καταβάλλει ελάχιστη προσπάθεια να τους διδάξει τους τρόπους σκέψης που θα χρειαστούν για άλλους σκοπούς- προσωπικούς, πολιτικούς, ψυχολογικούς, ιστορικούς, μεταφυσικούς και όλους τους υπόλοιπους».
Στη διάλεξή του Ο καλλιτέχνης και η ψυχανάλυση (1924), ο Roger Eliot Fry αντικρούει τη φροϋδική άποψη περί τέχνης, λέγοντας ότι είναι αδιάφορο για την τέχνη το αν ένα καλλιτεχνικό έργο προέρχεται από φαντασίωση ή όχι, αφού στην πραγματικότητα το ίδιον του καλλιτέχνη είναι η έμφαση όχι στο εκάστοτε περιεχόμενο αλλά στη μορφή, την οποία και επιχειρεί να τελειοποιήσει. Αυτή η ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή είναι που καθιστά την τέχνη, μαζί με την επιστήμη, μια μη ωφελιμιστική δραστηριότητα, άσχετα με το αν, στην αρχή της εξελικτικής μας πορείας ως είδους, ξεκίνησε για χρησιμοθηρικούς σκοπούς. Άραγε ισχύει όντως αυτό; Είναι η επιστήμη μια μη «χρησιμοθηρική» δραστηριότητα; Γεγονός είναι, πάντως, ότι φιλοσοφία των επιστημών παραμένει αυστηρά ορθολογιστική, στοχεύουσα σε πρακτικά αποτελέσματα, ενώ οι κονστρουκτιβιστές στις φυσικές επιστήμες δεν είναι η κυρίαρχη τάση. Από την άλλη, οι περισσότεροι φυσικοί επιστήμονες κατά κανόνα αδιαφορούν για τα πιο βαθιά επιστημολογικά ερωτήματα. Όσα όμως πειράματα και αν γίνουν (και αποδειχτεί πως δε μεταδίδεται, υποθετικά), η επιστήμη δεν μπορεί ποτέ ν’ αποφανθεί για κάτι το εξ ορισμού υπερφυσικό και να τεκμηριώσει ή να διαψεύσει την παρέμβασή του. Ο επιστημονισμός-νατουραλισμός είναι ένα κλειστό σύστημα, παίρνει για δεδομένη την ανυπαρξία Θεού, και λαμβάνει εκ των υστέρων κάθε επιστημονική καινοτομία σαν εκ των υστέρων επίρρωση της δικής του άποψης. Ίσως αν εξετάσουμε και αυτό, σε συνδυασμό με τις ιστορικές συγκυρίες, να δοθεί λίγο φως στην επίμονη άρνηση τόσων θρησκευόμενων στον Δαρβίνο και στις πρωτοποριακές ανακαλύψεις του. Για επίλογο, παραθέτουμε τα παρακάτω λόγια του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου:
«Το πρόβλημα [συνεπώς] δεν είναι η επιστημονική επιβεβαίωση της εξέλιξης, αλλά η προσήλωση στην αρρωστημένη ερμηνεία της. Αυτό το τελευταίο δεν αποδεικνύει την ανυπαρξία του Θεού, αλλά επιβεβαιώνει την εμπαθή μυωπία του ανθρώπου»[14].
Υποσημειώσεις
[1] Ο τίτλος του παρόντος κειμένου παραπέμπει στο αξιόλογο βιβλίο του αείμνηστου Αμερικανού ανθρωπολόγου Marshall Sahlins, βιβλίο που αξίζει να διαβάσουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τη θεματική του παρόντος κειμένου.
[2] Φαίνεται, βέβαια, παράξενο σε πολλούς το πώς ένας δημόσιος διανοούμενος και συγγραφέας με σημαντική συνεισφορά στις εν Ελλάδι θεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές συζητήσεις, υιοθετεί και να επαναλαμβάνει με βεβαιότητα ιδέες που στον επιστημονικό χώρο των βιολόγων δεν λαμβάνονται υπόψη. Δεν επρόκειτο για μια δήλωση προσωπικών πεποιθήσεων, δηλαδή ότι αρνείται τη δαρβινική θεωρία, αλλά για έναν όλο σιγουριά ισχυρισμό ότι η επιστημονική κοινότητα την έχει απορρίψει και γελάει κιόλας μαζί της.
[3] Ο Gish, ο οποίος αρνούνταν επίσης και την επιστημονικά παραδεκτή ηλικία της γης, δεν είναι αποδεκτός από την επιστημονική κοινότητα, με τις θέσεις του ν’ απορρίπτονται ομόφωνα. Ο π. Επιφάνιος έπεσε σε όλες τις συνήθεις παγίδες («η εξέλιξη είναι απλά μια θεωρία», «οι μισοί βιολόγοι δεν τη δέχονται», «δημιουργία ή εξέλιξη;», «γιατί δεν λέμε και την αντίθετη γνώμη στα σχολεία») και έφτασε στο σημείο, παρότι αστροφυσικός ο ίδιος, να επικαλεσθεί ρητά έναν δημιουργιστή που αρνούνταν, μεταξύ άλλων, και την ηλικία της γης.
[4] Ο ίδιος ο Δαρβίνος υπήρξε, ως γνωστόν, αγνωστικιστής: «Σε ένα αποκαλυπτικό γράμμα προς τον James Fordyce, που γράφτηκε τον Μάιο του 1879, ο Darwin θεώρησε εξωφρενικό να αμφισβητεί κανείς ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι και ένθερμος θεϊστής και υποστηρικτής της εξέλιξης. Ειδικότερα, είπε στον Fordyce ότι ακόμα και στις πιο ακραίες διακυμάνσεις της πίστης του, ουδέποτε υπήρξε άθεος με την έννοια της άρνησης της ύπαρξης κάποιου Θεού. Παρόλα αυτά, θεωρούσε ότι γενικά (και όσο μεγάλωνε σε ηλικία), αλλά όχι πάντα, ο όρος Αγνωστικιστής απέδιδε με τη μεγαλύτερη ακρίβεια τη σκέψη του. Για τον Darwin συνήθως υπήρχε το “όχι πάντα”. Έτσι, εδώ υπάρχει άλλο μια καρικατούρα που χρειάζεται διόρθωση: ο Darwin δεν ήταν ο αδιαμφισβήτητος άθεος που ηγείτο μιας επιστημονικής συνομωσίας προκειμένου να εξοβελιστεί η θρησκεία από τον κόσμο. Η προσπάθεια να περιγράψουμε μέσα από μεμονωμένες φράσεις έναν τόσο προσεκτικό, ειλικρινή και ευφυή στοχαστή όπως ο Darwin είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Συχνά ομολογούσε τη βεβαιότητα του ότι αυτός ο θαυμαστός κόσμος δεν μπορούσε να είναι το προϊόν της τύχης. Όμως, όπως συνήθως, πρόσθετε έναν υπαινιγμό. Ούτε μπορούσε να δει το σύμπαν ως προϊόν της τύχης αποκλειστικά, αλλά ούτε και να κοιτάξει τις διάφορες μορφές ζωής και να δει σε αυτές ενδείξεις σχεδιασμού. Έτσι, βρέθηκε σε μια αινιγματική θέση και, με σεμνότητα, έλεγε ότι βρισκόταν σε μια απελπιστική σύγχυση». Γενικά μιλώντας, ένα σημαντικό επίτευγμα της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου ήταν ότι προσέφερε νέους τρόπους επιστημονικής έρευνας, παραμερίζοντας τους μεθοδολογικούς περιορισμούς του πειραματισμού, ως της μοναδικής αποδεκτής μεθόδου: στις μεθοδολογικές αμφισβητήσεις ότι δεν είναι άμεσα επαληθεύσιμος, έδωσε την απάντηση ότι οι μετασχηματισμοί λαμβάνουν χώρα εντός τεράστιων χρονικών περιόδων, οπότε ποτέ δεν θα μπορούσε κανείς να τους παρακολουθήσει άμεσα. Όσο για τα όποια «κενά» που περιείχε η θεωρία του, ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να τα αναγνωρίζει ρητά, με σκοπό να καταρρίπτει με επιχειρήματα τις αμφισβητήσεις στη συνέχεια. Ως παιδί του 19ου αιώνα, ο Δαρβίνος αγνοούσε βασικά τους μηχανισμούς της κληρονομικότητος, ωστόσο η εξελικτική θεωρία συμπληρώθηκε (και μάλιστα εδραιώθηκε οριστικά στη βιολογία) ακριβώς μετά τον συνδυασμό της με τους μηχανισμούς που περιέγραψε ο Mendel.
[5] Παρεμπιπτόντως, σε τεύχος γνωστού θρησκευτικού αναφέρεται, με μάλλον κοφτό και παραπλανητικό τρόπο, η ρήση του Imre Lakatos ότι δεν έχει βρεθεί κριτήριο που να ορίζει ως επιστημονική τη δαρβινική θεωρία (παρεμπιπτόντως, μια άλλη συχνή ρήση των αρνητών της εξέλιξης, είναι ο ισχυρισμός του Karl Popper ότι αυτή αποτελεί «πρόγραμμα μεταφυσικών ερευνών»). Η πρακτική της επιλεκτική παράθεσης δηλώσεων επιστημόνων ή φιλοσόφων, με σκοπό να δοθούν παραπλανητικές εντυπώσεις, είναι συνήθης πρακτική. Σύμφωνα με τον κορυφαίο γενετιστή και Ορθόδοξο Χριστιανό, Theodosius Dobzhansky: «Διαφωνίες και διαστάσεις απόψεων είναι συχνές μεταξύ των βιολόγων, όπως πρέπει να συμβαίνει σε μια ζωντανή και αναπτυσσόμενη επιστήμη. Οι αντι-εξελικτικοί θεωρούν ή υποκρίνονται ότι θεωρούν τις διαφωνίες αυτές ως ενδείξεις της ασάφειας ολόκληρης της θεωρίας της εξέλιξης. Αυτό το αγαπημένο τους σπορ συνδέει μεταξύ τους τις διάφορες θέσεις που μερικές φορές αποσπώνται έξω από το πλαίσιό τους, ώστε να αποδειχτεί ότι τίποτε δεν έχει καθοριστεί ή συμφωνηθεί μεταξύ των εξελικτικών. Μερικοί από τους συναδέλφους μου και εγώ έχουμε διασκεδάσει και εκπλαγεί από τις αναφορές που μας παρουσιάζουν πραγματικά ως αντι-εξελικτικούς».
[6] Ο αρχιμανδρίτης θεωρεί απόλυτα θεμιτό να συναγάγει κανείς επιστημονικά έγκυρες πληροφορίες για τον φυσικό κόσμο απευθείας από τη Βίβλο, ενώ εμφανώς έχει άγνοια για την εξελικτική θεωρία, πράγμα που δεν τον εμποδίζει να χαρακτηρίζει «ανίδεους» και «ταλαίπωρους» όσους Χριστιανούς την αποδέχονται. Ο ίδιος υποστηρίζει τέτοιες απόψεις τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1980 και γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έγραψε το βιβλίο Συμβολή στην τελετή λήξεως της θεωρίας της εξελίξεως: Ή πώς οι εξελικτικοί ελίσσονται για να πείσουν ότι τα είδη εξελίσσονται, το οποίο μάλιστα εκδόθηκε από τις εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας. Μέσα διαβάζει κανείς φράσεις όπως: «Δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί ότι έλαβε χώρα η εξέλιξη, διότι αναγκαία προϋπόθεση της αποδείξεως είναι η ύπαρξη εκείνου ο οποίος αποδεικνύει. Εφόσον όμως, σύμφωνα με τις εξελικτικές αντιλήψεις, ο άνθρωπος (ο οποίος θα έπρεπε να αποδείξει το ζητούμενο) είναι ο τελευταίος κρίκος της βιοσφαιρικής αλυσίδας, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν παρών στα προηγούμενα στάδια και συνεπώς ούτε τα παρατήρησε ούτε τα κατέγραψε» Πάντως, ο ίδιος παραδέχεται, υποθετικά πάντα, ότι: «[…] ο Θεός θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει στην ύπαρξη όλο το βιόκοσμο μέσω της εξελικτικής διαδικασίας».
[7] Όταν ο ιερομόναχος Σεραφείμ Rose ρωτήθηκε για την εξέλιξη των ειδών, παραδέχτηκε μεν ότι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν διαθέτουν αλάθητο και ότι εύκολα θα μπορούσαν να πλανηθούν σε επιστημονικά ζητήματα. Παράλληλα, όμως, υποστήριξε επίμονα ότι η εξελικτική θεωρία (με την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και ολόκληρη την παλαιοντολογία και όσα αυτή δείχνει για την ηλικία της γης) στερείται επιστημονικής θεμελίωσης και συνήθως γίνεται αποδεκτή για φιλοσοφικούς/ιδεολογικούς λόγους. Ο π. Σεραφείμ γνώριζε τι πρεσβεύει η εξελικτική θεωρία, όπως φαίνεται στις επιστολές του προς τον θεολόγο Αλέξανδρο Καλόμοιρο (επιστολές 149 και 151), όπου μάλιστα παραθέτει έναν επίσημο ορισμό από σχετικό εγχειρίδιο. Η «διαμάχη» τους αφορά αφενός την ορθότητα ή μη της εξελικτικής θεωρίας, αφετέρου τη συμβατότητά της με τις ερμηνείες των μεγάλων Ορθοδόξων εκκλησιαστικών συγγραφέων, πάνω στη Γένεση. Ο π. Σεραφείμ αποδοκιμάζει ρητά τους «δημιουργιστές» και «κυριολεκτιστές» στον προτεσταντικό χώρο, λόγω του ότι αρκούνται σε μια κοινής λογικής ερμηνεία της Γένεσης, δίχως να λαμβάνουν υπόψη τους τα όσα έχουν γραφθεί απ’ τους Πατέρες. Στη συνέχεια, χρησιμοποιεί τους Πατέρες για να θεμελιώσει, πάνω σε αυτούς, μια δική του εκδοχή «δημιουργισμού της νεαρής γης». Συγκεκριμένα, ο Rose επιμένει μεν ότι ακολουθεί την επιστήμη και δεν έχει καμία πρόθεση να την αρνηθεί, στη συνέχεια όμως λέει ότι η εξελικτική θεωρία αμφισβητείται έντονα μεταξύ των ειδικών επιστημόνων σήμερα, και ότι μπορεί να παραθέσει εκατοντάδες από αυτούς που την απορρίπτουν (παραθέτει έναν). Ισχυρίζεται επίσης πως η σύγχρονη επιστήμη έχει καταλήξει (παραδέχεται, πάντως, ότι αυτό δεν είναι «απόδειξη») ότι ο κόσμος δεν έχει ηλικία μεγαλύτερη των 8.000-10.000 ετών, αλλά και ότι είναι επιστημονικά πιθανό να έχει λάβει χώρα μια «εικοσιτετράωρη δημιουργία» του κόσμου. Σ’ ένα σημείο (επιστολή 112), ο Rose αναφέρεται στο βιβλίο Difficulties of the evolution theory, του ερασιτέχνη ορνιθολόγου Douglas Dewar (τον οποίο εσφαλμένα ονομάζει Francis Dewar). Αυτό που λησμονεί είναι ότι αφενός το βιβλίο του εκδόθηκε στα 1931, δηλαδή πριν την οριστική καθιέρωση της εξελικτικής θεωρίας στον επιστημονικό χώρο, καθώς και ότι ο Dewar ανήκε (για την ακρίβεια, ήταν ιδρυτικό μέλος) στο κίνημα Βρετανών δημιουργιστών Creation Science Movement, το οποίο ήταν μέχρι το 2008 μέλος της Evangelical Alliance, δηλαδή των Ευαγγελικών Χριστιανών. Μέσα στο ειδικό «μουσείο» (θεματικό πάρκο) της οργάνωσης, μπορεί κανείς να βρει, μεταξύ άλλων, σκωπτικές φωτογραφίες με μια ταφόπλακα και πάνω της γραμμένη τη φράση «εδώ κείται η εξελικτική θεωρία». Φυσικά, ο π. Σεραφείμ ορθά διαπιστώνει πως οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες αγνοούσαν την εξελικτική θεωρία, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας παραξενεύει, δεδομένου ότι εκείνοι κατά κανόνα αγνοούν και την ατομική θεωρία, όπως επίσης τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης, και κατά κανόνα όλες τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις που έλαβαν χώρα αιώνες αργότερα. Όσο για τον π. Σεραφείμ, εκείνος διευκρινίζει πως δεν την «καταρρίπτει», ούτε βέβαια την αποκλείει εντελώς, αλλά απλώς επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι αυτή είναι επιστημονικά αβάσιμη και ότι γίνεται αποδεκτή απλώς για «φιλοσοφικούς» (διάβαζε: ιδεολογικούς) λόγους. Ο ίδιος εξηγεί μάλιστα πως θα ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί την εξελικτική θεωρία, «αν αυτή ήταν επιστημονικά αποδεδειγμένη», και ότι δεν θα τον εξέπληττε καθόλου, μιας και ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα (επιστολή 151). Κατά την αντιπαράθεσή του με τον Καλόμοιρο, του ζητεί να μη δείξει τις επιστολές τους, ανησυχώντας μήπως προκύψει κάποια «εσωτερική» σύγκρουση και διχασμός μεταξύ Ορθοδόξων. Αυτό πιθανώς να σημαίνει, σε συνδυασμό με τον σχετικά διαλλακτικό τόνο που υιοθετεί ο π. Σεραφείμ στη συζήτησή τους, ότι τουλάχιστον αναγνώριζε πως το να υποστηρίζει κάποιος την εξελικτική θεωρία δεν τον καθιστά αναγκαστικά «αιρετικό» και «βλάσφημο». Σ’ ένα πιο πρόσφατο βιβλίο του, ο αρχιμανδρίτης Μάξιμος Παναγιώτου αφιερώνει πολλές σελίδες στις υποτιθέμενες επιστημονικές αμφιβολίες σχετικά με τη θεωρία του Δαρβίνου. Είναι μάλιστα ειρωνικό ότι παραπέμπει στο βιβλίο του Gish. Τέλος, είναι γνωστό ότι καταδικαστική θέση είχε λάβει και ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο οποίος αγνοούσε το επιστημονικό περιεχόμενο της εξελικτικής θεωρίας, είχε συνδέσει μονάχα με το πολύ απλοϊκό σχήμα «άνθρωπος-πίθηκος». Οι κύριες προσλαμβάνουσες που είχε πάνω στο θέμα, προέρχονταν βασικά από δύο πηγές: έναν συγχωριανό του που αποπειράθηκε να κλονίσει τη χριστιανική του πίστη, ισχυριζόμενος πως ο Χριστός δεν είναι Θεός, και μερικούς συστρατιώτες του, οι οποίοι προσπαθούσαν λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα. Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι ο ίδιος ομολογεί, αρκετές φορές, ότι αγνοεί διάφορα επιστημονικής φύσεως ζητήματα: για παράδειγμα, είναι καταγεγραμμένη η δήλωσή του ότι ένιωσε τον ανθρώπινο πόνο των καρκινοπαθών στις χημειοθεραπείες, όταν αναγκάσθηκε και ο ίδιος να καταφύγει σε χημειοθεραπείες, ενώ ως τότε νόμιζε πως αυτές ήταν κάτι σαν θεραπείες «με φυσικούς χυμούς».
[8] Για παράδειγμα, ο πρώτος μεταφραστής του Δαρβίνου στα ελληνικά ήταν, αν δεν κάνουμε λάθος, ο νεαρός τότε λογοτέχνης, Νίκος Καζαντζάκης (που είχε μόλις γράψει πύρινα άρθρα εναντίον της χριστιανικής ηθικής), ενώ πολλάκις ήταν αντικληρικαλιστές ή και μαρξιστές όσοι την εργαλειοποίησαν, για σκοπούς κάθε άλλο παρά επιστημονικούς. Ήδη σε άρθρο του Παπαδιαμάντη διαβάζουμε υποτιμητικές δηλώσεις για τους «δαρβινιστές».
[9] Παρεμπιπτόντως, μία ένδειξη για την ιδιοφυή επιστημονική σκέψη του Monod μπορούμε να βρούμε στον συνεργάτη του, Francois Jacob, ο οποίος λέει: «Συχνά, αυτό που καθοδηγεί τον επιστήμονα είναι η ιδέα μιας καινούρια παρομοίωσης. Ένα αντικείμενο, ένα γεγονός, γίνονται ξαφνικά αντιληπτά κάτω από ένα ασυνήθιστο και αποκαλυπτικό φως […] Δεν θα ξεχάσω ποτέ το γέλιο του Jacques Monod, μια μέρα του 1963. Ένα πολύ δυνατό γέλιο που ακούστηκε σε όλο τον όροφο του Ινστιτούτου Pasteur. Για πολλούς μήνες, μελετούσε τις ιδιότητες των λεγόμενων “αλλοστερικών” πρωτεϊνών. Εκείνο το απόγευμα αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι οι περισσότερες από αυτές τις ιδιότητες μπορούσαν να εξηγηθούν με την παραδοχή ότι οι συγκεκριμένες πρωτεΐνες ήταν ειδικές ολιγομερείς ενώσεις, δηλαδή ότι σχηματίζονταν από έναν άρτιο αριθμό υπο-ενοτήτων που συναρθρώνονταν με συμμετρικό τρόπο. Παίζοντας μ’ ένα ζευγάρι μεγάλα ζάρια, έδειχνε σε όποιον περνούσε τα πλεονεκτήματα αυτών των δομών, οι οποίες μπορούσαν εύκολα να μετατοπίζονται διαδοχικά ανάμεσα σε δυο καταστάσεις, τη μια ενζυματική δραστηριότητα και την άλλη χωρίς. Καιόταν τον ρωτούσαν πώς είχε καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα, απαντούσε: “Εδώ και πολλές εβδομάδες, που προσπαθούσα να ταυτιστώ με μια αλλοστερική πρωτεΐνη. Και σήμερα συνειδητοποίησα ξαφνικά, αισθάνθηκα με όλο μου το σώμα, τις τεράστιες δυνατότητες μιας τέτοιας συμμετρικής δομής”».
[10] Όμοιες επισημάνσεις με τον Monod, για την απώλεια νοήματος, τον ντετερμινισμό και την έλλειψη «σκοπού» στον φυσικό κόσμο, εξαιτίας της έλευσης του μηχανιστικού σύμπαντος με τη φυσική επιστήμη του 17ου αιώνα, είχε καταθέσει και ο W. T. Stace στο άρθρο του “Man against darkness”, ήδη από το 1948.
[11] Αλήθεια, αν η ανυπαρξία Θεού, ψυχής και ελευθερίας είναι κάτι τόσο τραγικό και δύσπεπτο, όπως μας λένε, οι ίδιοι, γιατί έχουν τόσο μεγάλο ενθουσιασμό, σε σημείο να παραμερίζουν κιόλας καμία φορά τα πιθανώς εύλογα αντεπιχειρήματα, σπεύδοντας τόσο πολύ να βάλουν τις βαριές «ταφόπλακές» τους;
[12] Όταν, λόγου χάρη, διατείνεται ότι, για να είναι ένας λόγος «αυθεντικός», πρέπει να διατηρεί την εν λόγω διάκριση, είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε ποιος ορίζει αυτό το «πρέπει», το τι σημαίνει «αυθεντικός» και γιατί ακριβώς οφείλουμε να το ακολουθήσουμε. Αν τα ανθρώπινα όντα ανάγονται πλήρως στα βιολογικά μέρη από τα οποία συντίθενται, από πού προκύπτει η «απόλυτη ελευθερία» για την οποία μας μιλάει ο Monod; Δεν είναι τότε η κάθε ανθρώπινη πράξη αιτιοκρατικά καθορισμένη;
[13] Μπορούμε επίσης να θυμηθούμε εδώ τον επίσης βραβευμένο Γερμανό βιολόγο, Ernst Mayr. Ο Mayr δήλωνε ρητά άθεος, θεωρώντας πως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να μαρτυρεί υπέρ της ύπαρξης Θεού, και μάλιστα τον παραξένευε πάντα το πώς έγκριτοι βιολόγοι (π.χ. ο Theodosius Dobzhansky) κατόρθωναν να συντηρούν εντός τους απόψεις, κατά τη γνώμη του, τόσο «αλληλοσυγκρουόμενες» όπως ήταν ο Χριστιανισμός και η εξελικτική βιολογία. Πρώτα πρώτα, μας λέει πως κατά τον Μεσαίωνα και μέχρι λίγο πριν τον Δαρβίνο, ο κόσμος εθεωρείτο πολύ μικρότερης ηλικίας απ’ ότι γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό είναι ασφαλώς σωστό, αλλά γιατί ειδικά στον Μεσαίωνα; Ακόμα και κατά την ελληνική Αρχαιότητα, είναι εξαιρετικά απίθανο κάποιος να είχε αναγνωρίσει τη συναρπαστικά μεγάλη ηλικία του σύμπαντος, η οποία δεν ανακαλύφθηκε παρά μονάχα κατά τον εικοστό αιώνα (παρότι η μεγάλη ηλικία της γης άρχισε σιγά σιγά να αναγνωρίζεται ήδη από τα τέλη του 18ου). Έχοντας a priori ενστερνιστεί μια αφήγηση της ιστορίας σαν εντυπωσιακού «θριάμβου» της επιστήμης ενάντια στη θρησκεία, ο Mayr υπερτονίζει τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της εξελικτικής θεωρίας και τον «υπονομευτικό» ρόλο της για τον Χριστιανισμό, οπότε εξαρχής προετοιμάζει αυτή την παρουσίαση υπερπροβάλλοντας τον «χριστιανικό παράγοντα» στον σχηματισμό της μέχρι τότε άγνοιας, αποσιωπώντας όμως παράλληλα οτιδήποτε δεν ταιριάζει στο διπολικό του σχήμα. Αυτό φαίνεται από τους υπαινιγμούς του Mayr σε «αξιοπιστία της χριστιανικής κοσμοθεωρίας» και σε «βιβλική κοσμοθεωρία». Η υστερομεσαιωνική κοσμολογία ήταν διαμορφωμένη όχι «απλώς» από τις βιβλικές αφηγήσεις, παρά από τον (μεθερμηνευόμενο από τον Σχολαστικισμό) Αριστοτέλη, υπό το φως του οποίου ερμηνευόταν και η Βίβλος (αν και, βέβαια, υπήρξαν και αριστοτελικές ιδέες που απορρίφθηκαν επειδή θεωρήθηκαν ασύμβατες με τη Βίβλο, όπως λόγου χάρη η αϊδιότητα του σύμπαντος). Ο ισχυρισμός του Mayr ότι η ανάδειξη του κοπερνίκειου συστήματος έδειξε πως δεν πρέπει κάθε ιδέα της Βίβλου να ερμηνεύεται κατά γράμμα, είναι τόσο σωστός όσο και εσφαλμένος. Είναι σωστός διότι πράγματι, κατά την εποχή του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε ήδη καταστήσει θέσφατο πως η βιβλική αφήγηση περί δημιουργίας πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά και ότι, επομένως, η γη δεν κινείται. Είναι όμως και εσφαλμένος, διότι η δήλωση του Mayr αφήνει να εννοηθεί πως αυτός ήταν ο τρόπος που διαβαζόταν η Βίβλος ανέκαθεν. Στην πραγματικότητα, ο αυστηρός κυριολεκτισμός ήταν κάτι μάλλον όψιμο στην ιστορία του Χριστιανισμού και προέκυψε κυρίως ως αντεπίθεση ενάντια στον προτεσταντισμό, στο πλαίσιο της Αντιμεταρρύθμισης. Όταν πάλι ο Mayr παρατηρεί ότι η αναγνώριση της προστασίας του περιβάλλοντος απουσιάζει από τις περισσότερες θρησκείες, δεν σκέφτεται ότι αυτό συνέβαινε διότι η πρωτοφανής καταστροφή του περιβάλλοντος, εξαιτίας της επιστήμης και της εκβιομηχάνισης ήταν, μέχρι πρότινος, αδιανόητη. Επίσης, όταν ο Mayr παρατηρεί ότι για αιώνες οι άνθρωποι στηρίζονταν στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη για ηθικούς κανόνες, και αντιπαραθέτει στο βιβλικό «ου φονεύσεις» τα πολυποίκιλα διλήμματά μας σήμερα, μπορεί κανείς να επισημάνει ότι φαίνεται σαν να πιστεύει πως οι άνθρωποι όλους τους αιώνες της χριστιανικής εποχής ζούσαν με οδηγό τους, μονάχα, μερικές σύντομες επιγραμματικές απαγορεύσεις. Στην πραγματικότητα, ακόμη και κατά την εποχή που διατυπώθηκαν οι Δέκα εντολές, οι οποίες φαίνονται στον Mayr «απόλυτες», δεν στέκονταν μόνες τους, αλλά μαζί με ολόκληρα βιβλία προσθηκών, τα οποία διαρκώς ερμήνευαν και επεξηγούσαν οι Εβραίοι ραβίνοι, που ήταν ειδικά επιφορτισμένοι μ’ αυτό το απαιτητικό και κοπιαστικό έργο.
[14] Για μία σύντομη εξιστόρηση των σημαντικότερων επιστημόνων που ήταν και πιστοί Χριστιανοί, μπορεί κανείς ν’ ακούσει την ακόλουθη ομιλία του π. Δημητρίου Μπαθρέλου.