«“Ὦ τεχνικώτατε Θεύθ, ἄλλος μὲν
τεκεῖν δυνατὸς τὰ τέχνης, ἄλλος δὲ κρῖναι τίν’ ἔχει μοῖραν
βλάβης τε καὶ ὠφελίας τοῖς μέλλουσι χρῆσθαι· καὶ νῦν
σύ, πατὴρ ὢν γραμμάτων, δι’ εὔνοιαν τοὐναντίον εἶπες ἢ
δύναται. τοῦτο γὰρ τῶν μαθόντων λήθην μὲν ἐν ψυχαῖς
παρέξει μνήμης ἀμελετησίᾳ, ἅτε διὰ πίστιν γραφῆς ἔξωθεν
ὑπ’ ἀλλοτρίων τύπων, οὐκ ἔνδοθεν αὐτοὺς ὑφ’ αὑτῶν ἀναμι-
μνῃσκομένους· οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον
ηὗρες. σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορί-
ζεις· πολυήκοοι γάρ σοι γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώ-
μονες εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος ὄντες,
καὶ χαλεποὶ συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν”».
(Από τον πλατωνικό διάλογο Φαίδρος 2752-275b)
“Reading is not merely sympathizing and understanding; it is also criticizing and judging. Hither to our endeavor has been to read books as a writer writes them. We have been trying to understand, to appreciate, to interpret, to sympathize. But now, when the book is finished, the reader must leave the dock and mount the bench. He must cease to be the friend; he must become the judge. And this is no mere figure of speech”.
Virginia Wolf, How one should read a book
«Οι κοινωνίες του προφορικού λόγου αναζητούν τη σοφία, οι κοινωνίες του χειρογράφου και του εντύπου τη γνώση και την πληροφορία, και σήμερα η ηλεκτρονική χειρίζεται επιδέξια τα bytes για να παράγει δεδομένα».
Alvin Kernan
Το έτος 1959, ο φυσικός και λογοτέχνης C. P. Snow έδωσε μια μνημειώδη διάλεξη στο πανεπιστήμιο του Cambridge, διάλεξη που αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο με τον αρκούντως χαρακτηριστικό τίτλο Οι δύο κουλτούρες. Θέμα της διάλεξης ήταν οι διαφορές και η σχέση ανάμεσα στον χώρο των επιστημών (sciences) και στον χώρο των γραμμάτων και τεχνών (humanities). Ολόκληρος ο χώρος του πνεύματος στη Δύση βρίσκεται διασπασμένος σε δύο «κόσμους», σε δύο «κουλτούρες»: από τη μια μεριά βρίσκονται οι φυσικές επιστήμες, ενώ από την άλλη οι ανθρωπιστικές σπουδές. Με τόσους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών να αγνοούν τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, και με τόσους φυσικούς και βιολόγους να δυσκολεύονται ν’ αναγνωρίσουν ένα ποίημα του Shakespeare, φαίνεται πως δεν υπάρχει κανένα σημείο συνάντησης ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Οι διανοούμενοι, με την εξαίρεση των επιστημόνων (scientists), είναι εκ φύσεως «λουδίτες». Δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να κατανοήσουν τη σημασία της Βιομηχανικής Επανάστασης, και στο παρελθόν ήταν ακόμη λιγότερο πρόθυμοι στο να την αποδεχθούν. Σχηματικά μιλώντας, θα μπορούσε να πει κανείς πως οι επιστήμονες αποδεικνύονται πολλές φορές τραγικά μονόπλευροι, ενώ οι συγγραφείς αλαζονικά περιορισμένοι. Αν οι επιστήμονες λειτουργούν συχνά σαν αφελείς οπτιμιστές, οι συγγραφείς αναδεικνύονται πολλές φορές σε αντικοινωνικούς πεσιμιστές[1]. Αν και η διάλεξη του Snow απέκτησε μεγάλη φήμη, δεν την ήταν είδαν όλοι με θετικό πρίσμα. Μάλιστα, ο Αμερικανός εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Neil Postman, χαρακτήρισε «ασυναρτησίες» τις παραπάνω απόψεις του, απαντώντας ότι η αληθινή διαμάχη δεν είναι ανάμεσα στους επιστήμονες και τους θεράποντες των ανθρωπιστικών σπουδών, αλλά στους επιστήμονες και στους υπόλοιπους ανθρώπους γενικά, που νιώθουν ν’ απειλούνται σοβαρά απ’ την τεχνολογία. Οι κύριες επιρροές του Postman, όπως παραδέχεται ο ίδιος, είναι βασικά στοχαστές σαν τους Mumford, Jacques Ellul, Herbert Read, Arnold Gehlen και Ivan Illich. Βασισμένος σε αυτούς, ο Neil Postman διαπιστώνει ένα, κατά τη γνώμη του, πολύ σοβαρό πρόβλημα του καιρού μας: ο άνθρωπος, περιστοιχισμένος από τόσες επιστημονικές πληροφορίες και εφευρέσεις που βελτιώνουν την καθημερινότητά του, κοντεύει ν’ απολέσει (αν δεν έχει ήδη απολέσει) την αίσθηση του νοήματος, και πλέον αμφιταλαντεύεται για το ποιους μελλοντικούς στόχους μπορεί και πρέπει να θέσει. Ποια είναι, λοιπόν, η κατάσταση σήμερα; Από τη μια μεριά, μας λέει ο Postman, αναβιώνει ο φονταμενταλισμός (<fundamentals), από την άλλη όμως αναδύονται και διάφορες «μεταμοντέρνες» διδασκαλίες που υπονομεύουν τα πάντα, δίχως να μας προσφέρουν κανένα νέο θεμέλιο στη θέση τους[2]. Ο Postman αντιτίθενται, όμως, και σε όσους οπτιμιστές τεχνοκράτες καλούν ασυλλόγιστα σε οραματισμούς για ένα υποτιθέμενα «ένδοξο» μέλλον. Για τον ίδιο, αν είναι να προετοιμάσει κανείς το μέλλον και να διαθέτει και νόημα τούτη η προετοιμασία, πρέπει πρωτίστως να έχει αποκτηθεί η απαραίτητη αυτογνωσία. Για να γίνει όμως αυτό, ο άνθρωπος οφείλει να έχει καταφύγει προηγουμένως στο παρελθόν και να βρει εκεί τον εαυτό του. Αλλά για ποιο «παρελθόν» μιλάει ο συγγραφέας μας; Μήπως για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό που συγκρότησε τον ορθολογισμό και τη δημοκρατία, δίνοντάς μας και μερικά ανυπέρβλητης αξίας καλλιτεχνικά μνημεία; Ο Postman απαντάει αρνητικά: αν βρισκόμαστε, από κάποιες απόψεις, εγγύς με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία του, όπως η δουλεία, η πατριαρχία και η παντελής απουσία εκβιομηχάνισης, που λειτουργούν ως ένα σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα. Μήπως θα έπρεπε, τότε, να στραφούμε για καθοδήγηση στον δυτικοευρωπαϊκό Μεσαίωνα; Απ’ εκείνον και αν μας χωρίζουν τόσα ιστορικά δεδομένα, με αποκορύφωμα τη «βάρβαρη» κυριαρχία της θεοκρατίας. Αντίθετα, ο δέκατος όγδοος αιώνας:
«[…] είναι ο αιώνας του Goethe, του Βολταίρου, του Rousseau, του Diderot, του Kant, του Hume, του Gibbon, του Pestalozzi και του Adam Smith. Είναι ο αιώνας του Thomas Paine, του Jefferson, του Adams και του Franklin. Από τον δέκατο όγδοο αιώνα αντλήσαμε τις ιδέες μας για την επιστήμη, τις θρησκευτικές και πολιτικές ελευθερίες, τη δημόσια εκπαίδευση, το εμπόριο και το έθνος-κράτος. Στο δέκατο όγδοο αιώνα ανακαλύψαμε επίσης την ιδέα της προόδου και, ίσως ξαφνιαστείτε, τη σύγχρονη αντίληψη για ην ευτυχία […] Μιλάμε για την περίοδο που είναι γνωστή σ’ εμάς ως η περίοδος του Διαφωτισμού».
Ο δέκατος όγδοος αιώνα δεν είναι μονάχα όλα τα παραπάνω, σπεύδει να συμπληρώσει ο Postman, διότι μας έφερε κάτι ακόμη σημαντικό και πολύτιμο: τον Ρομαντισμό, που λειτούργησε ως προειδοποίηση εναντίον του Διαφωτισμού, ή ακριβέστερα, εναντίον των πιθανών εκτροπών του. Ο Postman συλλαμβάνει τον Ρομαντισμό ως μία θεμιτή κριτική και ασφαλιστική «δικλείδα» εναντίον των «ακροτήτων» του Διαφωτισμού, και έχει κατά νου την έμφασή του στα συναισθήματα και στην παιδαγωγική που στόχευε στην ολόπλευρη ανθρώπινη ανάπτυξη. Εγκωμιάζει, επίσης, τον Rousseau και είναι βέβαιος πως ο εικοστός αιώνας θα είχε αποφύγει το «γλίστρημά» του στην απανθρωπιά, αν είχε ακούσει και είχε λάβει υπόψη τις επισημάνσεις εκείνου του ιδιότροπου Γάλλου. Σύμφωνα με τον Postman, οι παλιοί και παραδοσιακοί μύθοι (π.χ. περί Δημιουργίας) είχαν το αξιοσημείωτο όφελος ότι, απλουστεύοντας κάπως τα δεδομένα από το χάος του κόσμου μας, έδιναν στον άνθρωπο έναν βασικό προσανατολισμό.
«Έτσι, δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες- η τεχνολογική και η παραδοσιακή- συνυπήρχαν σε μια σχέση έντασης και ανησυχίας. Η τεχνολογική ήταν, φυσικά, η ισχυρότερη, αλλά η παραδοσιακή ήταν παρούσα- ακόμα λειτουργική, εξακολουθούσε να ασκεί επιρροή και ήταν πολύ ζωντανή για να την αγνοεί κανείς».
Δεν είχε σημασία αν κανείς δεν γνώριζε πολλά πράγματα. Γνώριζε κάποια πράγματα που είχαν ιεραρχηθεί ως σημαντικά, και αυτό τον βοηθούσε να ζει μια ζωή με νόημα. Αντίθετα, το «τεχνοπώλιο» (ο Postman θεωρεί ως τη μόνη τεχνοπωλιακή κοινωνία, τουλάχιστον προς το παρόν, την αμερικανική) συνδέθηκε με την ολική σχεδόν ανατίμηση της πληροφόρησης. Το τεχνοπώλιο, μας λέει, είναι μια μορφή “A.I.D.S.” (Anti-Information Deficiency Syndrome, Σύνδρομο, Αντι-Πληροφοριακής Ανεπάρκειας). Αυτό σημαίνει ότι στην τεχνοπωλιακή κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει καμία υπερβατική έννοια του σκοπού ή του νοήματος, άρα και καμία πολιτιστική συνοχή.
«Προκειμένου να διασαφηνίσω τη σημερινή κατάσταση και να επισημάνω τους μελλοντικούς κινδύνους, θεωρώ απαραίτητο να κάνω ακόμα μία κατηγοριοποίηση, Οι πολιτισμοί μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις τύπους: τους εργαλειακούς, τους τεχνοκρατικούς και τους τεχνοπωλιακούς πολιτισμούς. Στις μέρες μας, μπορούμε να εντοπίσουμε στον πλανήτη μας και τους τρεις τύπους, αν και ο πρώτος εξαφανίζεται γρήγορα: πρέπει να ταξιδέψει κανείς σε εξωτικά μέρη για να βρει έναν πολιτισμό που ακόμα χρησιμοποιεί εργαλεία. Και αν ακόμα τον ανακαλύψουμε, πρέπει να είμαστε οπλισμένοι με τη γνώση ότι έως τον δέκατο έβδομο αιώνα όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν εργαλεία».
Πράγματι, αρχής γενομένης με την εφεύρεση του τηλέγραφου, στα μέσα του 19ου αιώνα, και λίγο αργότερα της φωτογραφίες, η πληροφόρηση έχασε την σκοπό της και μετετράπη σε απλό «εμπόρευμα». Σύμφωνα με τον Postman, η «επανάσταση» της πληροφόρησης έχει, μέχρι στιγμής, διέλθει πέντε μεγάλα στάδια: από τον Τύπο περάσαμε στον τηλέγραφο και τη φωτογραφία, που κατέστησαν την πληροφορία ένας είδος αυτοσκοπού (δηλ. αχρείαστη), και κατόπιν ακολούθησε το ραδιόφωνο και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Πλέον, η πληροφόρηση έχει γίνει ένα «σκουπίδι», που προβάλλεται γενικώς και αδιακρίτως, εντελώς ανίκανο να μας δώσει απαντήσεις στα βασικά μας ανθρώπινα ερωτήματα, αλλά και θλιβερά ανεπαρκές να μας κομίσει έναν σταθερό προσανατολισμό στη ζωή. Η αχρήστευση της ενημέρωσης συμπορεύεται άρρηκτα με την προσαρμογή του ανθρώπου σ’ αυτή. Κοντολογίς, το τεχνοπώλιο αποτελεί την αποθέωση της τεχνολογίας και την κατάρρευση των κανόνων που την περιορίζουν. Στο εξής, η τεχνολογία νομιμοποιεί τον πολιτισμό, και όχι το αντίστροφο. Με το ίδιο σκεπτικό, ο Postman απορρίπτει την ιδέα περί «τέλους της ιστορίας», του Francis Fukuyama. Σύμφωνα με τον Postman, στο τεχνοπώλιο, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει μεταβληθεί ουσιωδώς και έχει πάψει να είναι ό,τι ήταν άλλοτε. Προκειμένου να νοηματοδοτηθεί, η ανθρώπινη ζωή, είναι απαραίτητη μια μορφή «υπεραπλούστευσης», δηλαδή καταστροφής κάποιων πληροφοριών. Βέβαια, και από το τεχνοπώλιο δεν λείπουν εντελώς τέτοιοι μηχανισμοί. Τον ρόλο αυτόν παίζουν τα δικαστήρια, τα σχολεία, η οικογένεια και τα πολιτικά κόμματα. Πρόκειται για θεσμούς υπεραπλούστευσης που επιχειρούν να μας προφυλάξουν από το πληροφοριακό χάος. Οι τρεις κύριοι τρόποι που μειώνονται οι πληροφορίες είναι η γραφειοκρατία, η εξειδίκευση και, ασφαλώς, η τεχνολογία. Το κοντινότερο σε ιερέα που έχει μια τεχνοπωλιακή κοινωνί, είναι ο «ειδικός», ο «ειδήμων». Πράγματι, οι ειδικοί έχουν κατακτήσει σχεδόν κάθε τομέα (υπάρχουν ειδικοί στην ανατροφή, στο σεξ, στην επαγγελματική επιτυχία κ.λπ.), ακολουθούνται από πολλούς τυφλά, και σχεδόν λατρεύονται σαν θεϊκά όντα. Αλλά το πρόβλημα δεν εξαφανίζεται, διότι το τεχνοπώλιο κατέστρεψε τους μύθους του παρελθόντος χωρίς να τους αντικαταστήσει με νέους. Ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος μας επιδίδεται αδιάκοπα σε αναζήτηση νέων «μύθων», μια αναζήτηση που όμως έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής άκαρπη. Έχοντας απορρίψει τις παραδόσεις του παρελθόντος, και μη έχοντας ένα στέρεο ηθικό εφόδιο, το τεχνοπώλιο βρίσκει τη δική του αυθεντία στην (υποτιθέμενη) «ουδετερότητα» των στατιστικών.
Οι «θεωρίες» του τεχνοπωλίου, πρέπει να πούμε, δεν δίνουν ηθική καθοδήγηση. Αυτή είναι η διαβόητη «κρίση των μεγάλων αφηγήσεων», για την οποία έκανε πρώτος λόγο δημόσια ο Francois Lyotard. Κοινώς, οι σύγχρονες κοινωνίες μας, αρχής γενομένης με τις ΗΠΑ, απειλούνται με την έλλειψη υπερβατικών «υποστηλωμάτων». Αν κάτι, όμως, μας δίδαξε καλά ο πλατωνικός μύθος του Θευθ, είναι ότι οι εφευρέσεις είναι δίκοπα μαχαίρια, διότι δεν μας παρέχουν απλώς ευκολίες, αλλά τείνουν να εξασθενίζουν και τις δυνατότητές μας. Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που θίγεται από τον ίδιο είναι η γλώσσα. Ο Postman συγκρίνει τη χρήση της από τους εκπροσώπους της Νεωτερικότητας, με τις χρήσεις της από τους σημερινούς μεταμοντέρνους φιλοσόφους, για να καταλήξει ότι οι πρώτοι διέθεταν αφενός σαφήνεια στο ύφος (γεγονός που εξηγεί και την απήχηση που εισέπρατταν τα γραπτά τους) και αφετέρου μια «αναπαραστατική» εικόνα της αλήθειας, οπότε προφυλάσσονταν από τον σχετικισμό, στον οποίο οι τελευταίοι δυστυχώς υπέπεσαν για τα καλά. Ο Postman έχει πολλά να πει για τον «επιστημονισμό», την τάση να νομίζει κανείς πως οι επιστήμες μπορούν να λειτουργήσουν σαν αποκλειστική εγγύηση του τι συνιστά αλήθεια, καθώς και πυξίδα ηθικής καθοδήγησης. Ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι μια προσεκτική μελέτη των επιστημών θα είναι ικανή να μας προστατεύσει από την άκριτη «λατρεία» τους, προς την οποία πιστεύει ότι επιδιδόμαστε τώρα. Κριτικάροντας τη γνωστή ρήση του Lyotard για την παρακμή των «μεγάλων αφηγήσεων», ο Postman επιμένει ότι οι αφηγήσεις (ή «μύθοι», όπως προτιμά να τους αποκαλεί) είναι πάντα απαραίτητες, καθώς μας εφοδιάζουν με κίνητρα για να δρούμε και να ζούμε έναν βίο έμπλεο νοήματος. Γι’ αυτό και καλά θα κάνουμε να αντλούμε από τις δύο μεγάλες πολιτισμικές δεξαμενές της Δύσης, δηλαδή την (ορθολογική) μας επιστήμη και παράλληλα την (ταπεινόφρονα) χριστιανική μας πίστη. Αν αυτές οι δύο συνυπάρχουν αρμονικά, η καθεμιά ίσως θα «εξαγνίζει» κάθε φορά την άλλη, αποτρέποντας έτσι τις πιθανές εκτροπές της. Για παράδειγμα, μια χαρακτηριστική «εκτροπή» της θρησκείας, έχει πει ο Postman, είναι η πίστη στην προσωπική ύπαρξη του διαβόλου. Αν και ο ίδιος αναμφίβολα δεν αποτελεί τυπική περίπτωση «θρησκευόμενου», τουλάχιστον με την παραδοσιακή σημασία του όρου, αυτό δεν εμποδίζει τον Postman να τρέφει αμέριστη εκτίμηση και σεβασμό για τις θρησκευτικές παραδόσεις που διαμόρφωναν την ανθρωπότητα τόσους αιώνες[3]. Σημαντικό τμήμα του έργου του Postman αφορά και στην τηλεόραση και τις «βλαβερές» επιπτώσεις της στη σκέψη μας:
«Το να βλέπεις τηλεόραση δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες αλλά και δεν αναπτύσσει ιδιαίτερες ικανότητες. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει θεραπευτική τηλεόραση. Γι’ αυτό και μάλλον δεν είσαι καλύτερος σήμερα που βλέπεις τηλεόραση από ό,τι ήσουν πέντε ή δέκα χρόνια πριν. Και γι’ αυτό επίσης δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, αυτό που λέγεται παιδική τηλεόραση».
Αν η δημοκρατία αποτελεί προϊόν συλλογικής νοηματοδότησης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή διαμορφώθηκε κατά την εποχή της τυπογραφίας και από τους “guru” της τυπογραφίας και του έντυπου λόγου. Πώς πρόκειται να εξελιχθεί στην εποχή των ψηφιακών μέσων; Να ένα ζήτημα που επιδέχεται πολλές συζητήσεις και οφείλουμε να τις ξεκινήσουμε όσο το δυνατόν το ταχύτερο. Τέλος, ο Postman μιλάει σε μεγάλο βαθμό ως εκπαιδευτικός και αναλύει τη σχέση των ΜΜΕ με το σχολείο. Πιο συγκεκριμένα, εξιστορεί το πώς η παιδική ηλικία «ανακαλύφθηκε» (ο ίδιος νομίζει, μάλιστα, ότι «εφευρέθηκε») στον 17ο και τον 18ο αιώνα, όταν φιλόσοφοι σαν τους Locke και Rousseau σχεδίαζαν προγράμματα εκπαίδευσης αποκλειστικά για τα παιδιά (ο πρώτος στηριζόταν στην προτεσταντική πειθαρχία, ενώ ο δεύτερος στη ρομαντική ελευθερία και την απρόσκοπτη σχέση με τη φύση). Αυτή την τάση ενίσχυσαν αργότερα, με τα έργα τους, οι John Dewy και Sigmund Freud, διαπιστώνοντας ότι όχι απλώς υπάρχει μια διακριτική ηλικία που πρέπει να ονομάζεται «παιδική», αλλά και ότι αυτή η ηλικία έχει τις δικές της, ιδιαίτερες προκλήσεις, που δεν είναι αναγκαστικά ίδιες μ’ αυτές των ενηλίκων[4].
Υποσημειώσεις
[1] Ο Snow, που υπήρξε έμπειρος θεωρητικός φυσικός, όσο και επιτυχημένος μυθιστοριογράφος, επιτίθεται με πάθος ενάντια στην τεχνοφοβία και στις διάφορες «προφητείες» παρακμής. Τα βέλη του επικεντρώνονται κυρίως στους κατηγόρους των συνεπειών της εκβιομηχάνισης στον άνθρωπο, ενώ μέμφεται έντονα τον «ελιτίστικο» χαρακτήρα της θεσμοθετημένης εκπαίδευσης στη Βρετανία, αντιδιαστέλλοντάς το από τον αμερικανικό και τον ρωσικό-σοσιαλιστικό. Σύμφωνα με τον Snow, τρεις είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις του καιρού μας: η πληθυσμιακή έκρηξη, η βόμβα υδρογόνου, και η άνιση ανάπτυξη ανάμεσα σε φτωχές και πλούσιες χώρες. Ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας δεν έχει ακόμη αρκετή τροφή και είναι χρέος μας να τους βοηθήσουμε. Κρίνοντας από την ταχύτατη εκβιομηχάνιση της Κίνας, εξηγεί, μέσα σε μια περίπου δεκαετία, μπορούμε να ελπίσουμε ότι ένα αντίστοιχο κατόρθωμα θα μπορούσε να υλοποιηθεί στις προαναφερθείσες χώρες, μέσα σε μια περίπου εικοσαετία. Αν δεν το κάνουμε εμείς, οι σοσιαλιστικές χώρες θα το κάνουν πρώτες. Και τότε, θα δούμε τον δικό μας κόσμο σιγά σιγά να εξαφανίζεται από την Ιστορία, δεδομένου του πόσο αμείλικτη συμπεριφέρεται η τελευταία στους «ηττημένους» της. Για το θέμα αυτό, μπορεί κανείς ν’ ακούσει και την παλιά ηχογραφημένη συνέντευξή του.
[2] Παρεμπιπτόντως, όσοι αναρωτιούνται μέχρι πού μπορεί να φτάσει η μεταμοντέρνα πολιτική ορθότητα, και αν αυτή είναι ικανή να παρεμποδίζει την επιστημονική γνώση στο όνομα του σχετικισμού, μπορούν να διαβάσουν την ιστορία της δικαστικής διαμάχης της Mary Lefkowitz, στη δεκαετία του 1990.
[3] Σε αυτό, ο Postman μοιάζει με τον ιδρυτή της Ηθολογίας και νομπελίστα φυσιολόγο, Konrad Lorenz, ο οποίος στο δοκίμιό του Τα οκτώ θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού μας, επισημαίνοντας τους οκτώ βασικούς κινδύνους που κατά τη γνώμη του απειλούν τον σύγχρονο πολιτισμό (υπερπληθυσμός-ομοιομορφία, αποξένωση από τη φύση, οικονομικός ανταγωνισμός, μείωση των συναισθημάτων, γενετική φθορά, χάσμα γενεών, δογματισμός, και τέλος, πυρηνικά όπλα) δίνει έμφαση στη ροπή προς τη λατρεία και τη μετατροπή της επιστήμης σε «δόγμα», χαρακτηριστικό που θεωρεί ως συνέπεια των τεσσάρων πρώτων.
[4] Ίσως αυτά θυμίσουν σε κάποιους τις ιδέες της Maria Montessori, σημαντικής Ιταλίδας παιδαγωγού του εικοστού αιώνα, κεντρική ιδέα της οποίας ήταν ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει αναπτυχθεί μάλλον ασύμμετρα μιας και, μολονότι έχουμε πετύχει αλματώδη τεχνική και επιστημονική ανάπτυξη, η ηθική μας καλλιέργεια παραμένει μάλλον πενιχρή και ιστορικά στάσιμη. Αυτή η ασυμμετρία μας φέρνει ενώπιον πρωτοφανών προοπτικών, μια από τις οποίες, η πιο απαισιόδοξη, είναι η πιθανή μελλοντική μας αυτοκαταστροφή, μέσω ενός πρωτοφανούς πολέμου με τη χρήση υπερσύγχρονων όπλων. Όπως ισχυρίζεται η γνωστή παιδαγωγός, η ελπίδα θα γεννηθεί μόνο αν στραφούμε στο παιδί, όχι φυσικά θεωρώντας το «άγραφη πλάκα» πάνω στην οποία πρέπει να «γράψουμε» εμείς, ή απλή «μικρογραφία» του ενηλίκου, αλλά ως αυτόνομη κατηγορία ανθρώπου με απεριόριστες δυνατότητες, που έχει βαθύτατη ανάγκη από ελευθερία και επαφή με τον πραγματικό κόσμο, για να αναπτύξει τις ιδιότητές του προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: τόσο ως ατομική ύπαρξη, όσο και ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, της κοινωνίας. Ως συνέπεια των ιδεών αυτών, μέσα στα μοντεσοριανά σχολεία, τα παιδιά/μαθητές ταξινομούνται σε κατηγορίες, ανά τρία ηλικιακά έτη, και επιτρέπεται να παίρνουν ό,τι επιθυμούν από τα ράφια, ασχολούμενα με αυτό για όσο διάστημα εκείνα επιλέγουν, πάντοτε όμως υπό τη διακριτική επιτήρηση ενός ενήλικα ειδικού.